Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2007

οι θεωρητικοί αρνούνται τις θεωρίες τους και καλούν λογοτέχνες και φιλολόγους να επιστρέψουν στο κείμενο και στον κόσμο

Σε αναζήτηση του χαμένου κοινού

Της Τιτικας Δημητρουλια

Τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη φουντώνει η συζήτηση για το μέλλον της λογοτεχνίας, που διαγράφεται, κατά την άποψη πολλών, ζοφερό. Πληθαίνουν τα βιβλία, τα άρθρα, οι συζητήσεις για τους κινδύνους που απειλούν την τέχνη του λόγου. Ορισμένες από τις απειλές αυτές βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό στην ημερήσια διάταξη των συζητήσεων περί κουλτούρας: η κοινωνία του θεάματος, η παγκοσμιοποίηση και ο καταναλωτισμός, η ψηφιοποίηση που υπονομεύει την έντυπη κουλτούρα, σύμφωνα με κάποια διαδεδομένη όσο και υπερβολική άποψη. Κάποιες άλλες, όμως, για τις οποίες γίνεται λόγος το τελευταίο διάστημα, μας εκπλήσσουν, ειδικά όταν αναπτύσσονται από θεωρητικούς της εμβέλειας του Τσβετάν Τοντόροφ. Ο Τοντόροφ του φορμαλισμού και του στρουκτουραλισμού, πρωτεργάτης της έκρηξης και της κυριαρχίας της θεωρίας στις φιλολογικές σπουδές, μόλις εξέδωσε ένα βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η λογοτεχνία κινδυνεύει» » («La littrature en peril», Flammarion), στο οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορεί την ίδια τη λογοτεχνία για τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει, επειδή απομακρύνθηκε από τον κόσμο στον οποίο αναφέρεται, όπως η φιλολογία απομακρύνθηκε από το κείμενο υπέρ της ερμηνείας και της θεωρίας του, της ίδιας αυτής θεωρίας που θέλησε να καταργήσει τον συγγραφέα και τις μείζονες αφηγήσεις, να αποδομήσει το κείμενο, να αποσταθεροποιήσει τον αναγνώστη. Αναπάντεχες διαπιστώσεις, ειδικά από έναν κατεξοχήν υπέρμαχο της θεωρίας όπως ο Τοντόροφ, ο οποίος έρχεται σήμερα και κάνει λόγο για «λαϊκή λογοτεχνία».

Στο βιβλίο του λοιπόν ο Τοντόροφ προσάπτει στις φιλολογικές σπουδές, όπως αναπτύχθηκαν από το 1970 και εξής, ότι έθεσαν τα σωστά ερωτήματα και έδωσαν λανθασμένες απαντήσεις. Οπως εξηγεί σε μια συνέντευξή του (Le Nouvel Observateur, τ. 2201, 11/1/2007), η αλλαγή παραδείγματος που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη εκείνη περίοδο είχε καλές προθέσεις: «θέλαμε να εμπλουτίσουμε την κυρίαρχη ως τότε αμιγώς βιογραφική και ιστορική προσέγγιση με μια ανάλυση των έργων καθαυτά [...]. Αλλά δεν μπορέσαμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία. Αντί να έχουμε διαρκώς κατά νου τον ύψιστο σκοπό της λογοτεχνίας, που είναι η κατανόηση του νοήματος των κειμένων που εμπλουτίζει την εσωτερική μας ζωή, επικεντρωθήκαμε αποκλειστικά στη μελέτη των εννοιολογκών εργαλείων. Στη λογοτεχνία, όμως, αδαής δεν είναι αυτός που δεν μπορεί να διακρίνει τη μετωνυμία από τη συνεκδοχή, αλλά αυτός που δεν γνωρίζει τα «Ανθη του κακού»». Το ανάθεμα στον στρουκτουραλισμό θα ήταν απλώς η εύκολη λύση, αφού ο στρουκτουραλισμός συνδέεται με ένα πολύ ευρύτερο κίνημα, που δεν αφορά μόνο την λογοτεχνία και τη μελέτη της. Και συνεχίζει: «Οι νέοι συγγραφείς μαθαίνουν ότι ο ήρωας είναι νεκρός, ότι το να αφηγείται κανείς ιστορίες είναι μια ασυγχώρητη αφέλεια, ότι όποιος πιστεύει στη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στον κόσμο είναι ανόητος. Η λογοτεχνία όμως δεν είναι απλό λογοπαίγνιο, αποκαλύπτει τον κόσμο και μας αποκαλύπτει τον εαυτό μας. [...] Αυτό που ξεχνάμε σε κάθε περίπτωση είναι ότι εγώ και οι άλλοι, το «πραγματικό» και το «φανταστικό» ανήκουν σε έναν κοινό κόσμο». Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο θεωρητικός, ο Ουίλιαμ Μαρξ («L'Adieu ‡ la littrature», Les ‚ditions de Minuit, 2005), κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Τοντόροφ. Μέμφεται τον μοντερνισμό ότι απέκοψε τη λογοτεχνία από το κοινό της, κατεδαφίζοντας ριζικά το συγγραφέα, τη γραφή και την κριτική, τρεις μείζονες συνιστώσες του λογοτεχνικού φαινομένου: η λογοτεχνία έπαψε να ενδιαφέρει το κοινό διότι ο μοντερνισμός διακήρυξε σε όλους τους τόνους «την ασυνάφεια του λόγου και του πραγματικού».

Εκκληση εκπαιδευτικών

Ο Τοντόροφ, πάντως, ενώνει τη φωνή του και με τους Γάλλους εκπαιδευτικούς, που απευθύνουν έκκληση για τη σωτηρία της λογοτεχνίας και της φιλολογίας. Θεωρώντας προφανώς, και δικαίως, ότι το μεγάλο κακό συντελείται εκεί όπου διαμορφώνονται οι μελλοντικοί αναγνώστες. «Σε ένα πλαίσιο ανησυχητικό για τη λογοτεχνία, με τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία και τους ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους να περνούν κρίση, σε μια στιγμή όπου τα απαιτητικά έργα δυσκολεύονται να βρουν τους αναγνώστες τους, μια έκθεση της Γενικής Επιθεώρησης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης διαπιστώνει ότι η φιλολογική κατεύθυνση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τείνει να εξαλειφθεί». Ετσι αρχίζει το κείμενο που το τελευταίο διάστημα διακινούν με ζήλο και αγωνία οι άνθρωποι των γραμμάτων στη Γαλλία, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά πλέον την ουσιαστική όσο και έμπρακτη πλέον κατάργηση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία και την γενικότερη υποβάθμιση της λογοτεχνίας στις σύγχρονες κοινωνίες (http://www.maison-des-ecrivains.asso.fr/derniere.asp/. το μεγαλύτερο κείμενο από το οποίο προήλθε η έκκληση αυτή: http://www.maison-des-ecrivains. asso.fr/textes/Texte%20AM.Garat. doc).

Η έκκληση αυτή σημειώνει τους κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια επιλογή και μια τέτοια πολιτική - διότι δεν χρειάζεται να καταργήσει κανείς δια νόμου τη λογοτεχνία και τη μελέτη της, μπορεί κάλλιστα να την αφήσει να φθίνει, όπως συμβαίνει ήδη άλλωστε, στο πλαίσιο μιας χρησιμοθηρικής παιδείας, η οποία φιλοδοξεί προφανώς να μετατραπεί σε μια απλή και αποτελεσματική κατάρτιση, άμεσα συνδεδεμένη με την αγορά - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κατάρτιση δεν είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση στον σύγχρονο κόσμο. Το κείμενο υπογραμμίζει την τεράστια σημασία της λογοτεχνίας για τη συγκρότηση του ατόμου και του πολίτη, θέτει το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της εσωτερίκευσής της μέσα από την κοινή λογοτεχνική κληρονομιά. Εν ολίγοις, η έκκληση αυτή επανέρχεται στα αυτονόητα, και ίσως αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Διότι ακριβώς αποδεικνύει ότι η θέση της λογοτεχνίας σήμερα στο δυτικό κόσμο δεν είναι αυτονόητη, σε κανένα επίπεδο.

Τι φταίει για την απαξίωση

Αν όμως ο φορμαλισμός, ο στρουκτουραλισμός, ο μοντερνισμός σκότωσαν τον συγγραφέα, τα πρόσωπα, κατάργησαν την πλοκή και περιφρόνησαν το ευρύ κοινό, δεν φέρουν ωστόσο σήμερα, κατά τον Τοντόροφ, την αποκλειστική ευθύνη για την φθίνουσα πορεία της λογοτεχνίας. Οπως επισημαίνει, ο μηδενισμός αφενός και ο σολιψισμός, η ομφαλοσκόπηση αφετέρου των σύγχρονων έργων, που αρθρώνουν είτε έναν λόγο κατεδαφιστικό για την ανθρώπινη συνθήκη είτε ένα λόγο αυτομυθοπλαστικό και αυτοαναφορικό, ξεκομμένο από τους άλλους, συνιστούν παράγοντες εξίσου σημαντικούς όσον αφορά την απαξίωση της λογοτεχνίας στη σύγχρονη κοινωνία.

Το προτελευταίο κεφάλαιο στο ολιγοσέλιδο κείμενο του Τοντόροφ, το οποίο θυμίζει τις μπροσούρες-διακηρύξεις αρχών του παρελθόντος, έχει τίτλο «Τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία;». Ο αφοριστικός χαρακτήρας του κειμένου του, τα ερωτήματα που θέτει, το πνεύμα του, το ερώτημα αυτό καθαυτό στον τίτλο του κεφαλαίου, που παραπέμπει στον υπαρξισμό και τη στράτευση, μυρίζουν μπαρούτι, κι αυτή τη μυρωδιά έχουμε καιρό να τη νιώσουμε στον αέρα. «Τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία;», ρωτούσε το περιοδικό «Clart» στη δεκαετία του '60 και η απάντηση που έδιναν τότε πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι ήταν σαρτρική: «Μπροστά σε ένα παιδί που πεθαίνει από την πείνα, η λογοτεχνία δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα!» Ο Τοντόροφ φυσικά θεωρεί ότι η λογοτεχνία μπορεί να κάνει πάρα πολλά, ασχέτως της πείνας στον Τρίτο Κόσμο, αφού θεωρεί ότι η λογοτεχνία έχει ύστατο σκοπό την κατανόηση του κόσμου. Στο σημείο αυτό, η λογοτεχνία συναντά την Ιστορία και τη φιλοσοφία, και ότι οι τρεις αυτές επιστήμες θα έπρεπε να διδάσκονται σε ένα κοινό πλαίσιο.

Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος

Υπό μία έννοια, και τηρουμένων των αναλογιών, η θέση του Τοντόροφ δεν διαφέρει πάντως από αυτήν του Αλέν Φινκιελκρότ, που στο νέο του βιβλίο, «Αυτό που μπορεί να κάνει η λογοτεχνία» (Ce que peut faire la literature, Stock, 2006), θέτει το ίδιο ζήτημα. Ο Φινκιελκρότ διαπιστώνει και αυτός με τη σειρά του την διαρκή μείωση των αναγνωστών, την περιθωριοποίηση της λογοτεχνίας σε σχέση με την εικόνα και τα νέα μέσα, καταφέρεται ενάντια στον μεταμοντερνισμό, αυτός, που εξομοιώνει το ωραίο με το άσχημο, βάλλει εναντίον των διανοουμένων που δεν αντιλαμβάνονται την εξαφάνιση της κουλτούρας - την οποία ο ίδιος προφανώς ταυτίζει με την υψηλή κουλτούρα, κάτι που δεν ισχύει για τον Τοντόροφ. Και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να φορτώνουμε τη λογοτεχνία με ευθύνες που δεν μπορεί να αναλάβει, με ηθικά και ιδεολογικά καθήκοντα δηλαδή, αλλά να τη θεωρούμε ως αυτό που είναι, ένα από τα μέσα που «μπορεί να μας βοηθήσει να ξαναδημιουργήσουμε μια σχέση με τον αισθητό κόσμο». Φυσικά, οι αποχρώσεις, έχουν πάντα τη μεγαλύτερη σημασία. Και ο Τοντόροφ με τον Φινκελκρώτ διαφωνούν ριζικά στο ζήτημα του κοινωνικού ρόλου της λογοτεχνίας και, εντέλει, στο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η λογοτεχνία.

Από τη συζήτηση αυτή, την οποία πολύ σχηματικά σκιαγραφήσαμε, προκύπτουν δύο αιτήματα: η επιστροφή στο κείμενο καθαυτό και η σύνδεση της λογοτεχνίας με το κόσμο. Αιτήματα σημαντικά και άξια λόγου, είτε δεχτούμε ότι η λογοτεχνία κινδυνεύει, υποβαθμίζεται, πνέει τα λοίσθια, είτε όχι. Υπάρχουν φυσικά μια σειρά παράμετροι, μετρήσιμες, που δεν κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Μία από αυτές είναι η μείωση των μαθητών που ενδιαφέρονται για τη φιλολογική κατεύθυνση, επομένως και των φοιτητών στις σχετικές σχολές. Μία άλλη είναι σίγουρα η εξάπλωση μιας ομογενοποιημένης παραλογοτεχνίας, η οποία κατακλύζει όλες αδιακρίτως τις αναπτυγμένες χώρες, δυσχεραίνοντας σημαντικά, ενίοτε, την τοπική παραγωγή. Κάποιες έρευνες στη Φινλανδία έχουν αναδείξει άλλη μία ενδιαφέρουσα παράμετρο, το γεγονός ότι με την εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δημιουργείται ένας νέος αποκλεισμός, στη βάση της ηλεκτρονικής εγγραμματοσύνης (electracy). Οι μαθητές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: όσους διαθέτουν την παραδοσιακή και την ηλεκτρονική εγγραμματοσύνη, όσους διαθέτουν την ηλεκτρονική εγγραμματοσύνη μόνο, και το ποσοστό τους διαρκώς αυξάνει, και όσους δεν διαθέτουν καμία εκ των δύο. Φαίνεται ίσως άσχετο, αλλά είναι πάρα πολύ σχετικό με τη θέση της λογοτεχνίας στις νέες συνθήκες, και της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση μέσα στις νέες συνθήκες. Τα νέα μέσα, με τα οποία έχουν ήδη μεγαλώσει οι νεότερες γενιές, διαμορφώνουν μια κουλτούρα της εικόνας, της ταχύτητας, της μείξης, της πολυσυλλεκτικότητας, συλλογική, αλληλεπιδραστική, ανοιχτή, διαφορετική. Και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της μένει να προσδιοριστεί.

Στα νέα αυτά συμφραζόμενα, και η λογοτεχνία και η διδασκαλία της πρέπει προφανώς να αντιμετωπιστούν με νέους όρους. Ο Ουίλιαμ Μαρξ αναρωτιέται αν «είναι καλύτερα να διατηρήσουμε πάση θυσία μια εξειδικευμένη εκπαίδευση στη λογοτεχνία [...] ή μήπως είναι καλύτερα να την εντάξουμε σε μια συνολική προσέγγιση της κουλτούρας, όπου η λίγη λογοτεχνία που θα επιβιώσει θα αντιπροσωπεύει και πάλι κάτι;» (σ. 170). Ο προβληματισμός του, ακραίος στη διατύπωσή του ίσως, ανοίγει νέες προοπτικές σκέψης και στοχασμού. Το ίδιο και ο προβληματισμός του Τοντόροφ, που θεωρεί ότι η μελέτη της λογοτεχνίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει. Ο περί λογοτεχνίας διάλογος που έχει ανοίξει αυτή τη στιγμή, πάντως, μάλλον εκφράζει μια τεράστια αγωνία παρά διεκδικεί το αλάθητο. Προφανώς η θεωρία δεν πρέπει να λιθοβοληθεί, ούτε και ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός, ή οι απαισιόδοξοι συγγραφείς.

Η σφοδρότητα των επιχειρημάτων απηχεί την ένταση του προβληματισμού και της οδύνης. Οσο για τη θέση του συγγραφέα, του αναγνώστη, του κειμένου, όσο υπάρχει ακόμα η ανθρωπινότητα με τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε, είναι βέβαιο ότι με κάποιο τρόπο θα αυτοπροσδιοριστούν εκ νέου, θα μεταβληθούν και θα αναδομηθούν, για να εκφράσουν τον κόσμο μας. Η αισιοδοξία αυτή δεν αναιρεί την επιτακτική αναγκαιότητα του διαλόγου για τον τρόπο με τον οποίο σήμερα η λογοτεχνία γράφεται, αναπαριστά τον κόσμο, διδάσκεται, υποχωρεί ή θριαμβεύει, ειδικά την ώρα που το εθνικό επαναπροσδιορίζεται σε σχέση με το παγκόσμιο και το αυτό με το έτερο, σε όλες τις εκφάνσεις τους. Καθώς όμως η λογοτεχνία είναι ζωντανό κομμάτι ενός ζωντανού οργανισμού, της ανθρώπινης κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, τελικά, με ακρίβεια, τις όποιες εξελίξεις. Μπορεί και οφείλει όμως να προσπαθεί να τις προετοιμάσει και να τις επηρεάσει.

Μηδενιστές, αρνητιστές και απαισιόδοξοι στο στόχαστρο

Oσον αφορά τον κατεδαφιστικό πεσιμισμό πολλών σύγχρονων συγγραφέων, ο Τοντόροφ συνομιλεί με μια σειρά σύγχρονους στοχαστές, συγγραφείς και διανοούμενους (ας θυμηθούμε και το βιβλίο του Λιντνενμπέρ για τους νέους αντιδραστικούς). Μεταξύ αυτών και η γνωστή και στην Ελλάδα Νάνσι Χιούστον, η οποία πριν από δύο χρόνια προκάλεσε μεγάλο θόρυβο με το δοκίμιό της «Professeurs de dsepoir» («Δάσκαλοι της απελπισίας», 2004), καταγγέλλοντας τη μηδενιστική, όπως την ονομάζει, συνιστώσα της σύγχρονης λογοτεχνίας, και τη ολέθρια επίδρασή της στην κοινωνία και στην ίδια τη λογοτεχνία. Αρχής γενομένης από τον Πατέρα του Μηδενός, όπως τον ονομάζει, τον Σοπενχάουερ, η Χιούστον καταδικάζει όλους όσους περιφρονούν τον άνθρωπο και τη δύναμή του, όσους κάνουν σημαία την ατέλειά του, τους οπαδούς της απόλυτης άρνησης, και σ' αυτούς συγκαταλέγει, μεταξύ άλλων πολλών, τον Μπέκετ και τον Τόμας Μπέρνχαρντ, την Ελφρίντε Γέλινεκ και τον Μίλαν Κούντερα, τον Μισέλ Ουελμπέκ και τη Σάρα Κέιν.

Για μια σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία

Ο Τοντόροφ διακηρύσσει ότι είναι απαραίτητο να ξαναβρεί η λογοτεχνία το λαϊκό της χαρακτήρα, να επανασυνδεθεί με το ευρύ κοινό: «τα λαϊκά μυθιστορήματα οδήγησαν στην ανάγνωση πολλά εκατομμύρια εφήβους και επιπλέον τους επέτρεψαν να διαμορφώσουν μια πρώτη συνεκτική εικόνα του κόσμου, η οποία, ας μην ανησυχούμε καθόλου, πάντα αποκτά αποχρώσεις και πολυπλοκότητα με τα επόμενα αναγνώσματα». Και εννοεί, φυσικά, μια λαϊκή λογοτεχνία ποιότητας, στην παράδοση του Αλέξανδρου Δουμά και του Βίκτωρα Ουγκώ, την οποία συνεχίζουν σήμερα κάποιοι λίγοι, αλλά εξαιρετικοί συγγραφείς, όπως ο δημοφιλής και στην Ελλάδα Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε λόγου χάρη, αλλά και το σύγχρονο, πολιτικοποιημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Oσο για τη λογοτεχνία των μπεστ-σέλερς τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι» και των ιστορικών και αισθηματικών μυθιστορημάτων του συρμού, που προσφέρεται και προβάλλεται ως λαϊκή, υπογραμμίζει προφανώς, εκ του αντιθέτου, την ίδια αυτή ανάγκη για συναρπαστικά, γνήσια λαϊκά αφηγήματα.



http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/02/2007_216879

Εκδήλωση προς τιμήν των Σεφέρη και Ελύτη στην Αίγυπτο


ΜΙΑ ιδιαίτερα συγκινητική εκδήλωση πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, τιμώντας τους τρεις κορυφαίους Νομπελίστες ποιητές: τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Ναγκίμπ Μαχφούζ, ενώνοντας τους δύο λαούς μέσα από την ποίηση και την λογοτεχνία.

Στην ημερίδα αυτή, που συγκέντρωσε πλήθος κόσμου, η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, η ιστορική Αμπέτειος Σχολή αλλά και το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καΐρου ένωσαν τις δυνάμεις τους, οδηγώντας όλους τους παρεβρισκομένους στο κοινό μονοπάτι των τριών μεγάλων ποιητών: το μονοπάτι της γνώσης, της ειρήνης και του ανθρωπισμού, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ένας εκ των εισηγητών, ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στο διάστημα της παραμονής του Γιώργου Σεφέρη από το 1941 μέχρι το 1944, όταν ήταν Πρόξενος της χώρας μας, ακολουθώντας την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το διαμέρισμα που έζησε ο Σεφέρης βρίσκεται στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Κάιρο.

Υπήρξαν επίσης σημαντικές εισηγήσεις τόσο για τον Οδυσσέα Ελύτη όσο και για τον Αιγύπτιο Ναγκίμπ Μαχφούζ που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και εξύμνησε μέσα από τα έργα του το Κάιρο. Την εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε με την στήριξη του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, τίμησε με την παρουσία του ο Πρέσβης στην Αίγυπτο Παναγιώτης Βλασσόπουλος, ο οποίος τόνισε την ενίσχυση των σχέσεων και των αδελφικών δεσμών των δύο λαών, οι οποίες ξεκινούν από τα αρχαιότατα χρόνια φτάνοντας μέχρι σήμερα.

Την Ελληνική Κοινότητα Καΐρου εκπροσώπησε ο Γενικός Γραμματέας Νικόλας Πολίτης, ενώ, εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας μίλησε ο Συντονιστής Εκπαίδευσης Ανδρέας Καρατζάς. Σημαντική, στην εκδήλωση, ήταν και η παρουσία ελληνιστών καθηγητών από το Πανεπιστήμιο Καΐρου καθώς και άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα καθώς και αιγύπτιοι φοιτητές που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα στην Χωρα του Νείλου. Τέλος, σημαντική ήταν η συμβολή των δύο παροικιακών σχολείων, της Αχιλλοπουλείου και της Αμπετείου Σχολής Καΐρου, που σε συνεργασία με το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας συμμετείχαν στο καλλιτεχνικό μέρος της όλης ημερίδας.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προστριβές με ξένα μουσεία για ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα

Hμερομηνία : 24-02-07
Προστριβές με ξένα μουσεία για ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα
Το άγαλμα του Απόλλωνα που αποτέλεσε σημείο προστριβής με το Λούβρο

Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «The Plain Dealer», η οποία εκδίδεται στο Κλίβελαντ του Οχάιο, δημοσιεύει άρθρο του Στίβεν Λίτ, το οποίο αναφέρεται στο αμφιλεγόμενης προέλευσης ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, που αγόρασε το Μουσείο του Κλίβελαντ το 2004.

Ανάμεσα σε άλλα, επισημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το άγαλμα αυτό αποτελεί προϊόν παράνομης ανασκαφής, ούτε έχει ζητήσει την επιστροφή του. Σύμφωνα όμως με το Μουσείο του Λούβρου, αξιωματούχοι του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού απείλησαν ότι θα αποσύρουν 19 αρχαιότητες από έκθεση, η οποία πρόκειται να γίνει στο Μουσείο του Λούβρου, στις 23 Μαρτίου, με έργα του Πραξιτέλη, στην περίπτωση που το Μουσείο του Λούβρου δεχόταν να συμπεριληφθεί στην έκθεση αυτή και το άγαλμα του Απόλλωνα.

Το άρθρο φιλοξενεί και δήλωση του Μουσείου του Λούβρου ότι η Ελλάδα κατέστησε την απόσυρση του «Απόλλωνα του Κλίβελαντ» προϋπόθεση για τη συμμετοχή της και κατά συνέπεια και για το δανεισμό αντικειμένων για την έκθεση του Πραξιτέλη, γεγονός που ανάγκασε το Λούβρο να μην συμπεριλάβει τον Απόλλωνα στην έκθεση αυτή.

Η υπόθεση αυτή δείχνει ότι το άγαλμα του Απόλλωνα έχει βρεθεί στο επίκεντρο των τελευταίων προσπαθειών της Ελλάδας να σταματήσει το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων. Το θαυμασμό του στην ελληνική στάση, που αποτελεί και προειδοποίηση, εξέφρασε ο διεθνούς κύρους ειδικός σε θέματα λεηλατημένων αρχαιοτήτων και ιστορικός τέχνης του Πανεπιστήμιου της Βιρτζίνια Μάλκολμ Μπελ, γράφει το άρθρο χαρακτηριστικά.

Τα κενά που υπάρχουν σε ό,τι αφορά την προέλευση και την ιστορία της ιδιοκτησίας του αγάλματος του Απόλλωνα έχει αναγνωρίσει ο Τίμοθι Ραμπ, διευθυντής του Μουσείου του Κλίβελαντ, ο οποίος ωστόσο δήλωσε ότι κακώς η Ελλάδα ήγειρε ενστάσεις στο Λούβρο, αντί να έλθει απευθείας σε επαφή με το Μουσείο του Κλίβελαντ. Με αφορμή δήλωση πηγής από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, που μεταδόθηκε από το Γαλλικό Πρακτορείο τον περασμένο Δεκέμβριο, ότι το άγαλμα αυτό αγοράστηκε παρανόμως, μετά την ανεύρεση του στη δεκαετία του `90, από ιταλικό πλοίο, στα διεθνή ύδατα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, ο Ραμπ ανέφερε ότι η έρευνα του Μουσείου του Κλίβελαντ απέδειξε ότι το άγαλμα δεν προέρχεται από τη θάλασσα και είναι άδικο να μην συμπεριληφθεί στην έκθεση του Λούβρου, εξαιτίας μη τεκμηριωμένων δημοσιευμάτων.

Η αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Βολιώτη δήλωσε ότι η Ελλάδα ήγειρε ενστάσεις κατά της έκθεσης του αγάλματος του Απόλλωνα εξαιτίας των κενών στην προέλευσή του, τα οποία ενισχύουν την πιθανότητα να αποτελεί προϊόν λεηλασίας. Πρόσθεσε, όμως, ότι οι ενστάσεις αυτές διατυπώθηκαν ευγενώς και όχι με τη μορφή απειλής ή εκβιασμού. Από την πλευρά του, το Μουσείο του Λούβρου διατείνεται ότι η Ελλάδα έθεσε τελεσίγραφο με τον πιο έντονο τρόπο, γραπτώς, αλλά και δια ζώσης σε συνάντηση στην Αθήνα, τον περασμένο Ιανουάριο.

Το Μουσείο του Κλίβελαντ αγόρασε το άγαλμα αυτό από τον οίκο Phoenix Ancient Art - που διευθύνεται από τους αδελφούς `Αλι και Χισάμ Αμπουτάαμ, οι οποίοι διώκονται στις ΗΠΑ και στην Αίγυπτο - κατόπιν επιστημονικής έρευνας που έδειξε ότι το άγαλμα ανεσκάφη, προ αιώνος και πλέον, και συνεπώς δεν εμπίπτει σε διατάξεις πρόσφατων νόμων για παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων.

Επιπλέον, το Μουσείο δηλώνει ότι διαθέτει γραπτή δήλωση Γερμανού δικηγόρου ότι ο Απόλλων ανήκε σε συλλογή της οικογένειάς του από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Ραμπ και άλλοι αξιωματούχοι του Μουσείου του Κλίβελαντ ισχυρίζονται ότι είναι προτιμότερο να αγοράζονται, να μελετώνται και να εκτίθενται έργα σαν τον Απόλλωνα, παρά να αφήνονται σε χέρια ιδιωτών και να εξαφανίζονται για πάντα.

Το Μουσείο του Λούβρου έχει υπογράψει τη διακήρυξη της ΟΥΝΕΣΚΟ του 1970 για το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων, θεώρησε όμως ότι ο Απόλλων είναι προς έκθεση. Και σε δήλωσή του τόνισε ότι το γεγονός ότι αυτό δεν κατέστη εφικτό, «συνιστά μείζονα βλάβη στην επιστημονική κοινότητα, η οποία χάνει μοναδική ευκαιρία να αξιολογήσει το αντικείμενο αυτό, μαζί με άλλα έργα στο τμήμα αυτό της έκθεσης».


http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_0_24/02/2007_182752

ΑΠΕ

Ο λαβύρινθος του Πάνα ***Περιπέτεια μύησης στη ζωή σε σκηνικό θανάτου


Του Δημητρη Μπουρα

Φαντασίας
Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
Ερμηνεία: Ιβάνα Μπακουέρο, Σερζί Λοπέζ, Νταγκ Τζόουνς, Αριάντνα Τζιλ.

Ο «Λαβύρινθος του Πάνα» είναι μια ιστορία τρόμου από το χώρο του φανταστικού, φτιαγμένη με σύγχρονα χολιγουντιανά υλικά και τοποθετημένη τεχνηέντως στον ομφαλό ενός ιστορικού και πολιτικού δράματος. Είναι ένα φιλόδοξο, αινιγματικό και κάποιες στιγμές χαοτικό, παραμύθι για την παιδική ηλικία και το τέλος της αθωότητας, με φόντο το τέλος του ισπανικού Εμφυλίου και την επικράτηση του φρανκισμού. «Ο φασισμός είναι πάνω απ' όλα μια μορφή διαστροφής της αθωότητας και της παιδικότητας. Αντιπροσωπεύει τον απόλυτο τρόμο και είναι ένα ιδανικό θέμα μέσω του οποίου μπορείς να διηγηθείς ένα παραμύθι για μεγάλους», λέει ο Μεξικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.

Ο «Λαβύρινθος του Πάνα» είναι ένα αλληγορικό ταξίδι μύησης στη ζωή σε ένα γκρίζο και σκοτεινό σκηνικό θανάτου. Είναι το βλέμμα (άλλοτε απορημένο και άλλοτε τρομοκρατημένο) ενός μικρού κοριτσιού στη διάρκεια μιας περιπέτειας ενηλικίωσης και αφύπνισης της σεξουαλικότητας. Ο Ντελ Τόρο σκιαγραφεί έναν κόσμο μοιρασμένο στα δύο: στο φως (η μέρα, που είναι μουντή, στις αποχρώσεις του γκρίζου της στολής των φαλαγγιτών του Φράνκο) και στο σκοτάδι (ο κόσμος του ενστίκτου, στον οποίο βασιλεύει ο τραγόμορφος Πάνας, όπου δεν υπάρχουν όρια ηθικής).

Η ιστορία που αφηγείται αρχίζει το 1944 σε μια ορεινή περιοχή της Ισπανίας. Ο Εμφύλιος ουσιαστικά έχει τελειώσει και ένα εκτελεστικό απόσπασμα του φρανκικού στρατού, με αρχηγό τον παρανοϊκό λοχαγό Βιντάλ, καταδιώκει τους τελευταίους των ηττημένων ανταρτών. Σε ένα αγρόκτημα όπου έχει στρατοπεδεύσει ο λόχος του Βιντάλ φτάνει μια μέρα η σύζυγος του λοχαγού, η εγκυμονούσα Κάρμεν, μαζί με την κόρη της από τον προηγούμενο γάμο της, την Οφηλία. Το κορίτσι, τραυματισμένο από το θάνατο του πατέρα της, αντιδρά σφόδρα στο γάμο της μητέρας της και προσπαθεί να υπερβεί την πραγματικότητα μέσω της φαντασίας. Κατασκευάζει έναν κόσμο από μαγικά και αλλόκοτα πλάσματα και περιπλανιέται εντός του σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Οι χώροι και τα πρόσωπα δημιουργούν συμμετρία (φως - σκοτάδι, η υποταγμένη Κάρμεν και η ανυπότακτη υπηρέτρια του Βιντάλ, ο «ταυρομάχος» Βιντάλ και ο «Μινώταυρος» Πάνας) γιατί ο Ντελ Τόρο βλέπει την πραγματικότητα και τη φαντασία ως συγκοινωνούντα δοχεία. Εδώ, όμως, εντοπίζεται και η αχίλλειος πτέρνα του «Λαβύρινθου» που αφορά, κυρίως, τους σκηνοθετικούς χειρισμούς. Στο κομμάτι της ταινίας όπου η Οφηλία χάνεται ανάμεσα σε ονειρικά και μυθολογικά πλάσματα, ο Μεξικανός σκηνοθέτης είναι πληθωρικός σε ό, τι αφορά τα ειδικά εφέ και τα κλισέ του χολιγουντιανού τρόμου, σε βάρος της ατμόσφαιρας. Με αποτέλεσμα, η περιπέτεια του κοριτσιού, ως προς την αισθητική της, να μοιάζει με αυτήν του Χάρι Πότερ και ο «Λαβύρινθος του Πάνα» να χάνει την ομοιογένειά του.




http://trans.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_qsite1_21_08/02/2007_181064


Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2007

Μαρία Τόπαλη : "Λονδίνο και άλλα ποιήματα"

Ίνα πληρωθεί το ρηθέν ότι/ ούτ’ ένας κόκκος χρόνου δεν µπορεί να λυτρωθεί,


«Τώρα και στην Αγγλία».
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Τοπάλη µε τίτλο Λονδίνο και άλλα ποιήµατα (Νεφέλη, 2006) περιλαµβάνει τέσσερα ξεχωριστά ποιήµατα ως «Εισαγωγή» καθώς και τρεις µεγαλύτερες ποιητικές ενότητες που τιτλοφορούνται «Ο Τρίτος Γιός του Οιδίποδα», «Κατασκευή Έπους» (ως συνέχεια από το προηγούµενο βιβλίο της µε τίτλο Σερβίτσιο Τσαγιού που κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις Νεφέλη το 1999) και «Λονδίνο», αντίστοιχα.
Στον «Τρίτο Γιο του Οιδίποδα» αλλά και στην «Κατασκευή Έπους» η ποιήτρια µεταγράφει µορφές του µύθου στα σύγχρονα συµφραζόµενα. Η αναζήτηση της ταυτότητας των φύλων, τα όρια των σχέσεων και της («µικρής» ελληνικής) γλώσσας, η έµφυλη διάσταση και η µοίρα του ποιητικού υποκειµένου, το φάντασµα της παράδοσης είναι µερικά από τα ζητήµατα που θεµατοποιούνται στην Εισαγωγή και τις δυο πρώτες ενότητες.
Έτσι, στους στίχους της Τοπάλη
η ωραία Ελένη έφυγε χωρίς καµιά προσπάθεια,/
χωρίς αγωνία/
µια Κυριακή πρωί των Χριστιανών,/
ένα Σάββατο των Εβραίων, σε ώρα σχόλης,/
ώστε την είδαν όλοι όσοι κάθονταν στα καφενεία/
και στην αυλή της εκκλησίας και στα κατώφλια/
και µάλιστα χαιρέτησε και µερικούς γνωστούς.»
Στο Λονδίνο επιχειρείται µια τοπιογραφία της σηµερινής πόλης µέσα από την κατασκοπευτική
µατιά του µη ενσωµατωµένου ξένου:
Γιατί οι κατάσκοποι είναι οι αληθινοί αιώνιοι έφηβοι, όχι οι ποιητές. Εδώ η ποιήτρια «συνοµιλεί» µε λονδρέζικης προέλευσης ή αναφοράς λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, από τον T.S.Eliot των Κουαρτέτων ως τις ταινίες του Walt Disney που διαδραµατίζονται στο Λονδίνο, και από τα διάσηµα Μουσεία της βρετανικής
Μητρόπολης ως την παιδική εκποµπή του BBC και το λιµπρέτο από το Φάντασµα της Όπερας.
Η αµφίθυµη προσέγγισή της υποχωρεί ωστόσο ξανά και ξανά στη λονδρέζικη
γοητεία:
Χρόνος ιδιωτικός και χρόνος ιστορικός,/
εγκλωβισµένοι ίσως και οι δυο στις κινούµενες ιµπρεσσιονιστικές/
ραβδώσεις...Μόνο στη ροή του χρόνου/
είναι ορατά τα κτίρια της πλωτής πολιτείας, φυτρωµένης στο/
θερµοκήπιο των ονείρων ενός Ιουλίου Βερν, προσιτής µε οµπρέλες/
από τον ουρανό κι από το δεύτερο αστέρι δεξιά...
Μαρία ΤοπάληΛΟΝ.ΙΝΟκαι άλλα ποιήµατα
ISΒN: 960-211-781-8
Σελ.: 80 •
Τιµή: €9,20[29/3/2006]

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2007

Διάλογος ζωγραφικής - ποίησης : Γιάννης Ψυχοπαίδης - Κική Δημουλά

συναντώνται στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη στις 8 Μαρτίου


Της Ολγας Σελλα

Μια «συνάντηση τεχνών» μάς επιφυλάσσουν τον επόμενο μήνα η ποιήτρια Κική Δημουλά και ο εικαστικός Γιάννης Ψυχοπαίδης. Αντλώντας από το «πολύτιμο και σπάνιο δίδαγμα ήθους, συνέπειας και πείσματος», την ποίηση, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης παρουσιάζει, στις 8 Μαρτίου στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, εβδομήντα τρία (73) νέα ζωγραφικά έργα, εμπνευσμένα από την ποίηση της Κικής Δημουλά. Τα έργα φιλοτεχνήθηκαν από τον Αύγουστο ώς τον Δεκέμβριο του 2006. Την ίδια μέρα θα κυκλοφορήσει και η αντίστοιχη έκδοση με τίτλο «Γιάννης Ψυχοπαίδης Συνάντηση Κική Δημουλά» από τις εκδόσεις «Ικαρος». Στις σελίδες της, εκτός από τα ποιήματα που ανθολόγησε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης από το σύνολο του έργου της Δημουλά, φιλοξενείται ένα νέο, ανέκδοτο ποιήμα της Κικής Δημουλά, με τίτλο «Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο χτες», που γράφτηκε με αφορμή αυτή την ποιητική - εικαστική συνάντηση.
«Στους πάντα δύσκολους καιρούς, η ποίηση στέκεται η αναγκαία οικοσκευή με τα απολύτως απαραίτητα. Βοήθημα και ζύγι γι’ αυτούς που ’χουν ανάγκη για κουράγιο, συντροφιά και στήριγμα. Αλλά και διαρκής και μόνιμη αναζήτηση μέτρου. Απόλυτη αξία σε καιρούς σχετικότητας, ματαίωσης, ακύρωσης. Πολύτιμο και σπάνιο δίδαγμα ήθους, συνέπειας και πείσματος. Και πολύτιμη συνεύρεση του ατομικού μέσα στο συλλογικό και του δημόσιου μέσα στο ιδιωτικό. Μια οικοσκευή που διαφυλάσσει τη λιτότητα, την πυκνότητα, τη σαφήνεια, τη βαθιά υπαρξιακή στόχευση, τον πλούτο του ελάχιστου, τις αμφισημίες των πραγμάτων και των λόγων, το οικείο και αινιγματικό του κόσμου»,
σημειώνει στον πρόλογο της έκδοσης ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, εκφραζόμενος, αυτή τη φορά, και μέσω του λόγου.
Και συνεχίζει:
«Οταν η ζωγραφική συνομιλεί με την ποίηση δεν υποτάσσεται σ’ αυτήν. Διατρέχει μαζί μ’ αυτήν και παράλληλα μ’ αυτήν σε διαφορετικές διαδρομές έναν κοινό εκφραστικό τόπο, με κοινούς στόχους και με το βλέμμα στραμμένο η μία στην άλλη. Στην ώσμωση των τεχνών η ζωγραφική και η ποίηση διαφυλάνε τον ιδιαίτερο λόγο τους, τη γραμματική και το συντακτικό τους, τη δική τους γλώσσα. Δεν εικονογραφούν ούτε μεταφράζουν η μία την άλλη σε προφανείς εικόνες συμβατικής πίστης. Συναντώνται, αντίθετα, σε μιαν αυθόρμητη, σχεδόν λαθραία συνάντηση, όπου ονομάζουν και επικυρώνουν τις διαφορές τους, μήπως και μπορέσουν να γνωριστούν καλύτερα, ίσως και ο μόνος τρόπος να γνωριστούν καλύτερα».

«Σου ταχυδρόμησα ένα βότσαλο χτες»
επιγράφει το ποίημα που εμπνεύστηκε από αυτή τη «Συνάντηση» η Κική Δημουλά.
«Μόλις το λάβεις/ εσύ που ξέρεις να πεταλώνεις χρώματα/ και να δαμάζεις ποιαν απόχρωση/ παίρνει το ακατόρθωτο όταν αφηνιάζει/ ζωγράφισέ με σε παρακαλώ/ αυτές τις άδειες κόγχες/ με χρώμα βαρύ σιδερένιο κλειστό/ διπλαμπαρωμένο/ να μοιάζουνε απόρθητες/ στη μία να φυλάσσονται τ’ αμέτρητα/ τ’ αμύθητα στην άλλη/ να ξεγελιέμαι να μη βλέπω/ να χάσκουν τόσο αδειανά/ λεηλατημένα/ αυτά τα θησαυροφυλάκια όσων είδαν/ και τι δεν είδανε τα μάτια μας»
λέει η ποιήτρια απευθυνόμενη σε πρώτο πρόσωπο στον ζωγράφο.

Η έκδοση «Γιάννης Ψυχοπαίδης - Συνάντηση - Κική Δημουλά» θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 8 Μαρτίου στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη (Πλ. Κολωνακίου 20) στις 12.30 το μεσημέρι.
Το ίδιο βράδυ θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια της έκθεσης «Συνάντηση» με τα πρωτότυπα έργα του βιβλίου. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 5 Απριλίου.

από την "Καθημερινή" στη διεύθυνση :

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_14/02/2007_215961

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

Τί έπαθε ο Οιδίποδας?

Οι απαντήσεις δεν μπορούν


να περιέχουν αυτό που λέμε,

τρόπος του λέγειν «αλήθεια»,

αλλά ικανοποίηση

της στιγμής και δρόμο πολύ,

ή δρόμους για άλλα ερωτήματα.

Αυτά τα γιατί και πότε , που

…..ποτέ δε σταματούν.

Να ποιο είναι το αμάρτημα:

να κυνηγώ την αλήθεια

ποτέ να μη την φτάνω

και συνεχώς πιο μακριά

να βρίσκομαι

όλο και πιο μακριά

απ’ την αρχή την ίδια.

Να ποιο είναι το αμάρτημα:ακολούθησα την αμαρτία.