Τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη φουντώνει η συζήτηση για το μέλλον της λογοτεχνίας, που διαγράφεται, κατά την άποψη πολλών, ζοφερό. Πληθαίνουν τα βιβλία, τα άρθρα, οι συζητήσεις για τους κινδύνους που απειλούν την τέχνη του λόγου. Ορισμένες από τις απειλές αυτές βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό στην ημερήσια διάταξη των συζητήσεων περί κουλτούρας: η κοινωνία του θεάματος, η παγκοσμιοποίηση και ο καταναλωτισμός, η ψηφιοποίηση που υπονομεύει την έντυπη κουλτούρα, σύμφωνα με κάποια διαδεδομένη όσο και υπερβολική άποψη. Κάποιες άλλες, όμως, για τις οποίες γίνεται λόγος το τελευταίο διάστημα, μας εκπλήσσουν, ειδικά όταν αναπτύσσονται από θεωρητικούς της εμβέλειας του Τσβετάν Τοντόροφ. Ο Τοντόροφ του φορμαλισμού και του στρουκτουραλισμού, πρωτεργάτης της έκρηξης και της κυριαρχίας της θεωρίας στις φιλολογικές σπουδές, μόλις εξέδωσε ένα βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η λογοτεχνία κινδυνεύει» » («La littrature en peril», Flammarion), στο οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορεί την ίδια τη λογοτεχνία για τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει, επειδή απομακρύνθηκε από τον κόσμο στον οποίο αναφέρεται, όπως η φιλολογία απομακρύνθηκε από το κείμενο υπέρ της ερμηνείας και της θεωρίας του, της ίδιας αυτής θεωρίας που θέλησε να καταργήσει τον συγγραφέα και τις μείζονες αφηγήσεις, να αποδομήσει το κείμενο, να αποσταθεροποιήσει τον αναγνώστη. Αναπάντεχες διαπιστώσεις, ειδικά από έναν κατεξοχήν υπέρμαχο της θεωρίας όπως ο Τοντόροφ, ο οποίος έρχεται σήμερα και κάνει λόγο για «λαϊκή λογοτεχνία».
Στο βιβλίο του λοιπόν ο Τοντόροφ προσάπτει στις φιλολογικές σπουδές, όπως αναπτύχθηκαν από το 1970 και εξής, ότι έθεσαν τα σωστά ερωτήματα και έδωσαν λανθασμένες απαντήσεις. Οπως εξηγεί σε μια συνέντευξή του (Le Nouvel Observateur, τ. 2201, 11/1/2007), η αλλαγή παραδείγματος που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη εκείνη περίοδο είχε καλές προθέσεις: «θέλαμε να εμπλουτίσουμε την κυρίαρχη ως τότε αμιγώς βιογραφική και ιστορική προσέγγιση με μια ανάλυση των έργων καθαυτά [...]. Αλλά δεν μπορέσαμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία. Αντί να έχουμε διαρκώς κατά νου τον ύψιστο σκοπό της λογοτεχνίας, που είναι η κατανόηση του νοήματος των κειμένων που εμπλουτίζει την εσωτερική μας ζωή, επικεντρωθήκαμε αποκλειστικά στη μελέτη των εννοιολογκών εργαλείων. Στη λογοτεχνία, όμως, αδαής δεν είναι αυτός που δεν μπορεί να διακρίνει τη μετωνυμία από τη συνεκδοχή, αλλά αυτός που δεν γνωρίζει τα «Ανθη του κακού»». Το ανάθεμα στον στρουκτουραλισμό θα ήταν απλώς η εύκολη λύση, αφού ο στρουκτουραλισμός συνδέεται με ένα πολύ ευρύτερο κίνημα, που δεν αφορά μόνο την λογοτεχνία και τη μελέτη της. Και συνεχίζει: «Οι νέοι συγγραφείς μαθαίνουν ότι ο ήρωας είναι νεκρός, ότι το να αφηγείται κανείς ιστορίες είναι μια ασυγχώρητη αφέλεια, ότι όποιος πιστεύει στη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στον κόσμο είναι ανόητος. Η λογοτεχνία όμως δεν είναι απλό λογοπαίγνιο, αποκαλύπτει τον κόσμο και μας αποκαλύπτει τον εαυτό μας. [...] Αυτό που ξεχνάμε σε κάθε περίπτωση είναι ότι εγώ και οι άλλοι, το «πραγματικό» και το «φανταστικό» ανήκουν σε έναν κοινό κόσμο». Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο θεωρητικός, ο Ουίλιαμ Μαρξ («L'Adieu ‡ la littrature», Les ‚ditions de Minuit, 2005), κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Τοντόροφ. Μέμφεται τον μοντερνισμό ότι απέκοψε τη λογοτεχνία από το κοινό της, κατεδαφίζοντας ριζικά το συγγραφέα, τη γραφή και την κριτική, τρεις μείζονες συνιστώσες του λογοτεχνικού φαινομένου: η λογοτεχνία έπαψε να ενδιαφέρει το κοινό διότι ο μοντερνισμός διακήρυξε σε όλους τους τόνους «την ασυνάφεια του λόγου και του πραγματικού».
Εκκληση εκπαιδευτικών
Ο Τοντόροφ, πάντως, ενώνει τη φωνή του και με τους Γάλλους εκπαιδευτικούς, που απευθύνουν έκκληση για τη σωτηρία της λογοτεχνίας και της φιλολογίας. Θεωρώντας προφανώς, και δικαίως, ότι το μεγάλο κακό συντελείται εκεί όπου διαμορφώνονται οι μελλοντικοί αναγνώστες. «Σε ένα πλαίσιο ανησυχητικό για τη λογοτεχνία, με τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία και τους ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους να περνούν κρίση, σε μια στιγμή όπου τα απαιτητικά έργα δυσκολεύονται να βρουν τους αναγνώστες τους, μια έκθεση της Γενικής Επιθεώρησης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης διαπιστώνει ότι η φιλολογική κατεύθυνση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τείνει να εξαλειφθεί». Ετσι αρχίζει το κείμενο που το τελευταίο διάστημα διακινούν με ζήλο και αγωνία οι άνθρωποι των γραμμάτων στη Γαλλία, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά πλέον την ουσιαστική όσο και έμπρακτη πλέον κατάργηση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία και την γενικότερη υποβάθμιση της λογοτεχνίας στις σύγχρονες κοινωνίες (http://www.maison-des-ecrivains.asso.fr/derniere.asp/. το μεγαλύτερο κείμενο από το οποίο προήλθε η έκκληση αυτή: http://www.maison-des-ecrivains. asso.fr/textes/Texte%20AM.Garat. doc).
Η έκκληση αυτή σημειώνει τους κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια επιλογή και μια τέτοια πολιτική - διότι δεν χρειάζεται να καταργήσει κανείς δια νόμου τη λογοτεχνία και τη μελέτη της, μπορεί κάλλιστα να την αφήσει να φθίνει, όπως συμβαίνει ήδη άλλωστε, στο πλαίσιο μιας χρησιμοθηρικής παιδείας, η οποία φιλοδοξεί προφανώς να μετατραπεί σε μια απλή και αποτελεσματική κατάρτιση, άμεσα συνδεδεμένη με την αγορά - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κατάρτιση δεν είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση στον σύγχρονο κόσμο. Το κείμενο υπογραμμίζει την τεράστια σημασία της λογοτεχνίας για τη συγκρότηση του ατόμου και του πολίτη, θέτει το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της εσωτερίκευσής της μέσα από την κοινή λογοτεχνική κληρονομιά. Εν ολίγοις, η έκκληση αυτή επανέρχεται στα αυτονόητα, και ίσως αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Διότι ακριβώς αποδεικνύει ότι η θέση της λογοτεχνίας σήμερα στο δυτικό κόσμο δεν είναι αυτονόητη, σε κανένα επίπεδο.
Τι φταίει για την απαξίωση
Αν όμως ο φορμαλισμός, ο στρουκτουραλισμός, ο μοντερνισμός σκότωσαν τον συγγραφέα, τα πρόσωπα, κατάργησαν την πλοκή και περιφρόνησαν το ευρύ κοινό, δεν φέρουν ωστόσο σήμερα, κατά τον Τοντόροφ, την αποκλειστική ευθύνη για την φθίνουσα πορεία της λογοτεχνίας. Οπως επισημαίνει, ο μηδενισμός αφενός και ο σολιψισμός, η ομφαλοσκόπηση αφετέρου των σύγχρονων έργων, που αρθρώνουν είτε έναν λόγο κατεδαφιστικό για την ανθρώπινη συνθήκη είτε ένα λόγο αυτομυθοπλαστικό και αυτοαναφορικό, ξεκομμένο από τους άλλους, συνιστούν παράγοντες εξίσου σημαντικούς όσον αφορά την απαξίωση της λογοτεχνίας στη σύγχρονη κοινωνία.
Το προτελευταίο κεφάλαιο στο ολιγοσέλιδο κείμενο του Τοντόροφ, το οποίο θυμίζει τις μπροσούρες-διακηρύξεις αρχών του παρελθόντος, έχει τίτλο «Τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία;». Ο αφοριστικός χαρακτήρας του κειμένου του, τα ερωτήματα που θέτει, το πνεύμα του, το ερώτημα αυτό καθαυτό στον τίτλο του κεφαλαίου, που παραπέμπει στον υπαρξισμό και τη στράτευση, μυρίζουν μπαρούτι, κι αυτή τη μυρωδιά έχουμε καιρό να τη νιώσουμε στον αέρα. «Τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία;», ρωτούσε το περιοδικό «Clart» στη δεκαετία του '60 και η απάντηση που έδιναν τότε πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι ήταν σαρτρική: «Μπροστά σε ένα παιδί που πεθαίνει από την πείνα, η λογοτεχνία δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα!» Ο Τοντόροφ φυσικά θεωρεί ότι η λογοτεχνία μπορεί να κάνει πάρα πολλά, ασχέτως της πείνας στον Τρίτο Κόσμο, αφού θεωρεί ότι η λογοτεχνία έχει ύστατο σκοπό την κατανόηση του κόσμου. Στο σημείο αυτό, η λογοτεχνία συναντά την Ιστορία και τη φιλοσοφία, και ότι οι τρεις αυτές επιστήμες θα έπρεπε να διδάσκονται σε ένα κοινό πλαίσιο.
Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος
Υπό μία έννοια, και τηρουμένων των αναλογιών, η θέση του Τοντόροφ δεν διαφέρει πάντως από αυτήν του Αλέν Φινκιελκρότ, που στο νέο του βιβλίο, «Αυτό που μπορεί να κάνει η λογοτεχνία» (Ce que peut faire la literature, Stock, 2006), θέτει το ίδιο ζήτημα. Ο Φινκιελκρότ διαπιστώνει και αυτός με τη σειρά του την διαρκή μείωση των αναγνωστών, την περιθωριοποίηση της λογοτεχνίας σε σχέση με την εικόνα και τα νέα μέσα, καταφέρεται ενάντια στον μεταμοντερνισμό, αυτός, που εξομοιώνει το ωραίο με το άσχημο, βάλλει εναντίον των διανοουμένων που δεν αντιλαμβάνονται την εξαφάνιση της κουλτούρας - την οποία ο ίδιος προφανώς ταυτίζει με την υψηλή κουλτούρα, κάτι που δεν ισχύει για τον Τοντόροφ. Και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να φορτώνουμε τη λογοτεχνία με ευθύνες που δεν μπορεί να αναλάβει, με ηθικά και ιδεολογικά καθήκοντα δηλαδή, αλλά να τη θεωρούμε ως αυτό που είναι, ένα από τα μέσα που «μπορεί να μας βοηθήσει να ξαναδημιουργήσουμε μια σχέση με τον αισθητό κόσμο». Φυσικά, οι αποχρώσεις, έχουν πάντα τη μεγαλύτερη σημασία. Και ο Τοντόροφ με τον Φινκελκρώτ διαφωνούν ριζικά στο ζήτημα του κοινωνικού ρόλου της λογοτεχνίας και, εντέλει, στο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η λογοτεχνία.
Από τη συζήτηση αυτή, την οποία πολύ σχηματικά σκιαγραφήσαμε, προκύπτουν δύο αιτήματα: η επιστροφή στο κείμενο καθαυτό και η σύνδεση της λογοτεχνίας με το κόσμο. Αιτήματα σημαντικά και άξια λόγου, είτε δεχτούμε ότι η λογοτεχνία κινδυνεύει, υποβαθμίζεται, πνέει τα λοίσθια, είτε όχι. Υπάρχουν φυσικά μια σειρά παράμετροι, μετρήσιμες, που δεν κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Μία από αυτές είναι η μείωση των μαθητών που ενδιαφέρονται για τη φιλολογική κατεύθυνση, επομένως και των φοιτητών στις σχετικές σχολές. Μία άλλη είναι σίγουρα η εξάπλωση μιας ομογενοποιημένης παραλογοτεχνίας, η οποία κατακλύζει όλες αδιακρίτως τις αναπτυγμένες χώρες, δυσχεραίνοντας σημαντικά, ενίοτε, την τοπική παραγωγή. Κάποιες έρευνες στη Φινλανδία έχουν αναδείξει άλλη μία ενδιαφέρουσα παράμετρο, το γεγονός ότι με την εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δημιουργείται ένας νέος αποκλεισμός, στη βάση της ηλεκτρονικής εγγραμματοσύνης (electracy). Οι μαθητές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: όσους διαθέτουν την παραδοσιακή και την ηλεκτρονική εγγραμματοσύνη, όσους διαθέτουν την ηλεκτρονική εγγραμματοσύνη μόνο, και το ποσοστό τους διαρκώς αυξάνει, και όσους δεν διαθέτουν καμία εκ των δύο. Φαίνεται ίσως άσχετο, αλλά είναι πάρα πολύ σχετικό με τη θέση της λογοτεχνίας στις νέες συνθήκες, και της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση μέσα στις νέες συνθήκες. Τα νέα μέσα, με τα οποία έχουν ήδη μεγαλώσει οι νεότερες γενιές, διαμορφώνουν μια κουλτούρα της εικόνας, της ταχύτητας, της μείξης, της πολυσυλλεκτικότητας, συλλογική, αλληλεπιδραστική, ανοιχτή, διαφορετική. Και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της μένει να προσδιοριστεί.
Στα νέα αυτά συμφραζόμενα, και η λογοτεχνία και η διδασκαλία της πρέπει προφανώς να αντιμετωπιστούν με νέους όρους. Ο Ουίλιαμ Μαρξ αναρωτιέται αν «είναι καλύτερα να διατηρήσουμε πάση θυσία μια εξειδικευμένη εκπαίδευση στη λογοτεχνία [...] ή μήπως είναι καλύτερα να την εντάξουμε σε μια συνολική προσέγγιση της κουλτούρας, όπου η λίγη λογοτεχνία που θα επιβιώσει θα αντιπροσωπεύει και πάλι κάτι;» (σ. 170). Ο προβληματισμός του, ακραίος στη διατύπωσή του ίσως, ανοίγει νέες προοπτικές σκέψης και στοχασμού. Το ίδιο και ο προβληματισμός του Τοντόροφ, που θεωρεί ότι η μελέτη της λογοτεχνίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει. Ο περί λογοτεχνίας διάλογος που έχει ανοίξει αυτή τη στιγμή, πάντως, μάλλον εκφράζει μια τεράστια αγωνία παρά διεκδικεί το αλάθητο. Προφανώς η θεωρία δεν πρέπει να λιθοβοληθεί, ούτε και ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός, ή οι απαισιόδοξοι συγγραφείς.
Η σφοδρότητα των επιχειρημάτων απηχεί την ένταση του προβληματισμού και της οδύνης. Οσο για τη θέση του συγγραφέα, του αναγνώστη, του κειμένου, όσο υπάρχει ακόμα η ανθρωπινότητα με τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε, είναι βέβαιο ότι με κάποιο τρόπο θα αυτοπροσδιοριστούν εκ νέου, θα μεταβληθούν και θα αναδομηθούν, για να εκφράσουν τον κόσμο μας. Η αισιοδοξία αυτή δεν αναιρεί την επιτακτική αναγκαιότητα του διαλόγου για τον τρόπο με τον οποίο σήμερα η λογοτεχνία γράφεται, αναπαριστά τον κόσμο, διδάσκεται, υποχωρεί ή θριαμβεύει, ειδικά την ώρα που το εθνικό επαναπροσδιορίζεται σε σχέση με το παγκόσμιο και το αυτό με το έτερο, σε όλες τις εκφάνσεις τους. Καθώς όμως η λογοτεχνία είναι ζωντανό κομμάτι ενός ζωντανού οργανισμού, της ανθρώπινης κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, τελικά, με ακρίβεια, τις όποιες εξελίξεις. Μπορεί και οφείλει όμως να προσπαθεί να τις προετοιμάσει και να τις επηρεάσει.
Μηδενιστές, αρνητιστές και απαισιόδοξοι στο στόχαστρο
Oσον αφορά τον κατεδαφιστικό πεσιμισμό πολλών σύγχρονων συγγραφέων, ο Τοντόροφ συνομιλεί με μια σειρά σύγχρονους στοχαστές, συγγραφείς και διανοούμενους (ας θυμηθούμε και το βιβλίο του Λιντνενμπέρ για τους νέους αντιδραστικούς). Μεταξύ αυτών και η γνωστή και στην Ελλάδα Νάνσι Χιούστον, η οποία πριν από δύο χρόνια προκάλεσε μεγάλο θόρυβο με το δοκίμιό της «Professeurs de dsepoir» («Δάσκαλοι της απελπισίας», 2004), καταγγέλλοντας τη μηδενιστική, όπως την ονομάζει, συνιστώσα της σύγχρονης λογοτεχνίας, και τη ολέθρια επίδρασή της στην κοινωνία και στην ίδια τη λογοτεχνία. Αρχής γενομένης από τον Πατέρα του Μηδενός, όπως τον ονομάζει, τον Σοπενχάουερ, η Χιούστον καταδικάζει όλους όσους περιφρονούν τον άνθρωπο και τη δύναμή του, όσους κάνουν σημαία την ατέλειά του, τους οπαδούς της απόλυτης άρνησης, και σ' αυτούς συγκαταλέγει, μεταξύ άλλων πολλών, τον Μπέκετ και τον Τόμας Μπέρνχαρντ, την Ελφρίντε Γέλινεκ και τον Μίλαν Κούντερα, τον Μισέλ Ουελμπέκ και τη Σάρα Κέιν.
Για μια σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία
Ο Τοντόροφ διακηρύσσει ότι είναι απαραίτητο να ξαναβρεί η λογοτεχνία το λαϊκό της χαρακτήρα, να επανασυνδεθεί με το ευρύ κοινό: «τα λαϊκά μυθιστορήματα οδήγησαν στην ανάγνωση πολλά εκατομμύρια εφήβους και επιπλέον τους επέτρεψαν να διαμορφώσουν μια πρώτη συνεκτική εικόνα του κόσμου, η οποία, ας μην ανησυχούμε καθόλου, πάντα αποκτά αποχρώσεις και πολυπλοκότητα με τα επόμενα αναγνώσματα». Και εννοεί, φυσικά, μια λαϊκή λογοτεχνία ποιότητας, στην παράδοση του Αλέξανδρου Δουμά και του Βίκτωρα Ουγκώ, την οποία συνεχίζουν σήμερα κάποιοι λίγοι, αλλά εξαιρετικοί συγγραφείς, όπως ο δημοφιλής και στην Ελλάδα Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε λόγου χάρη, αλλά και το σύγχρονο, πολιτικοποιημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Oσο για τη λογοτεχνία των μπεστ-σέλερς τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι» και των ιστορικών και αισθηματικών μυθιστορημάτων του συρμού, που προσφέρεται και προβάλλεται ως λαϊκή, υπογραμμίζει προφανώς, εκ του αντιθέτου, την ίδια αυτή ανάγκη για συναρπαστικά, γνήσια λαϊκά αφηγήματα.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/02/2007_216879