Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2007

Πως αν τις υπ' εχθρων ωφελοιτο;



Η Ωφέλεια των Εχθρών





Η ζωή και η τέχνη ζητεί υπερβολή για να υπάρξει κοντά στα όρια. Eκεί όπου βρίσκεται η δημιουργία. Άλλωστε και ο πολιτισμός ανέκαθεν υπήρξε αποτέλεσμα του ανταγωνισμού και του τανύσματος όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Της πίεσης και του γρήγορου ρυθμού.





Σαν τον πολιτισμό είναι και η ψυχή που δοκιμάζεται από τα ισχυρότερα των συναισθημάτων και τις πιο ανίσχυρες των ηθικών αντιστάσεων. Εκεί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι πειρασμοί.





Οι σοφοί των Ελλήνων προσπαθούσαν να στερήσουν από την ψυχή την υπερβολή πρεσβεύοντας την ανάγκη για εγκράτεια και μέτρο. Έτσι προσπαθούσαν πάντοτε να βγάλουν το "πολύ" από τη ζωή τους. Να το εκδιώξουν μακριά.





"Ουκ εν τω πολλω τω ευ, αλλ' εν τω ευ τω πολύ" φωνάζει από τα βάθη των αιώνων η ελληνική αγωνία για ποιότητα έναντι της βαρβαρικής ποσότητας στην καθημερινή ζωή.Στο Μαντείο των Δελφών μάλιστα είχαν γράψει με τεράστια γράμματα πάνω από την είσοδο "μηδεν αγαν", τίποτε με υπερβολή, στην προσπάθειά τους να το επιβάλλουν ως συνείδηση προς άπαντας τους επισκέπτες του Μαντείου, οι οποίοι δεν ήταν και λίγοι. Παρά δε ταύτα, το Μαντείο του Φοίβου Απόλλωνα επιζητούσε την υπερβολή μόνο την ώρα της πληρωμής.Αυτό ώθησε και τον Αίσωπο να σημειώσει "'ανευ χαλκου Φοιβος ου μαντεύεται", ωραία τα ηθικοπλαστικά αλλά χωρίς χαλκό, δηλαδή χρήμα (λεφτά, ρευστό, μετρητά, φράγκα, μπικικίνια, μπερντέ, πορτοφόλα και ούτω καθεξής) χρησμό δεν λαμβάνεις...





Ενώ λοιπόν οι ηθικές προσπάθειες του λαού που καθιέρωσε την ηθική φιλοσοφία στον κόσμο (με τα περίφημα Ηθικά συγγράμματα που ξαναεπιστρέφουν στην προγονική γη τους μεταφρασμένα ως Ethics) στρέφονταν κατά της υπερβολής και υπέρ του μέτρου λησμονώντας μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια: ένα ρήμα που υπήρχε και υπάρχει στην ελληνική γλωσσική πραγμάτωση, το οποίο μέσα στη ρίζα του είχε και έχει εμποτισμένη όλη την υπερβολή του κόσμου.





Ένα ρήμα του οποίου και η χρήση μόνο καταστρατηγεί κάθε έννοια μέτρου και εγκράτειας. Το ρήμα "αγαπώ". Προερχόμενο από την ανομοιογενή σύνθεση της ποσότητας με την επιθυμία (του "αγαν" ''πολύ'' και του "πω" ''επιθυμώ'') αντιστρατεύεται το μέτριο (κατά την αρχαία ελληνική σημασία της λέξης αλλά και τη νέα ελληνική προέκτασή της) όσο λίγα ρήματα της γλώσσας μας. Ένα ρήμα άσωτο. Άσωτο όσο κι εκείνοι που βιώνουν καθ' υπερβολήν το συναίσθημα που εκφράζει.





Χρειάστηκε να παρέλθουν χρόνοι και καιροί στην ιστορία των ανθρώπων για να έρθει ο Χριστός και να το εξαγνίσει με τη διδασκαλία του. Θα μπορούσαν άραγε ποτέ οι Έλληνες να μην αποδεχθούν μια θρησκεία που εξύψωνε τόσο το πιο λεπτό των ανθρώπινων αισθημάτων; Μια θρησκεία που δίδασκε ηπιότητα, επιείκεια και προπάντων αγάπη; Μάλλον όχι, λέει η αμείλικτη ιστορική μαρτυρία.





Αυτό ακριβώς το κατ' εξοχήν ελληνικό πνεύμα, το πνεύμα που οικοδομείται πάνω στην αγάπη για τους ανθρώπους και τα πράγματα, ήρθε να εκφράσει 50 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού και ο Πλούταρχος.Σύμφωνα με την ηθική θεωρία των συγγραμμάτων του Πλουτάρχου, πρέπει κανείς να ασκηθεί στην ηπιότητα, την επιείκεια και την υπομονή για να βιώσει τη μακαριότητα και τη ραστώνη της γαλήνης του σοφού.Τα κείμενα του Πλουτάρχου και η διδασκαλία του είναι πιο κοντά στα μέτρα του κοινού ανθρώπου από ό,τι η διδασκαλία και συνεκδοχικά τα κείμενα των Στωικών ή του Πλάτωνα.





Ωστόσο δεν είναι διόλου εύκολη ηθική στην πράξη. Στα έργα "Βίοι παράλληλοι" αλλά και στα "Ηθικά" περιγράφεται η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει κανείς με τον ίδιο του τον εαυτό, σε όλους τους τομείς, για να πλησιάσει όλο και περισσότερο τη σοφία.





Μία τέτοια διαφορετική ηθική θεώρηση καθημερινών πραγμάτων αναπτύσσεται στο δοκίμιο των "Ηθικών" που συμβουλεύει πώς μπορεί κανείς να επωφεληθεί από τους εχθρούς του, "Πως αν τις υπ' εχθρων ωφελοιτο" (86b-92f). Εκεί ο Πλούταρχος με τρόπο μοναδικό καταδεικνύει ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε, οι εχθροί "νοιάζονται" για μας περισσότερο από τους φίλους μας.
"Πολλές φορές, από αμέλεια ή αδιαφορία, οι φίλοι μας δεν μαθαίνουν τί ακριβώς κάνουμε, αν ασθενήσαμε, αν ζούμε ή πεθάναμε. Αντίθετα οι εχθροί ασχολούνται μαζί μας ακόμη και στα όνειρά τους"1. Και συνεχίζει παραθέτοντας τη ρήση του Αντισθένη σύμφωνα με την οποία "στη ζωή επιβιώνουν και υπερτερούν αυτοί που έχουν γνήσιους φίλους ή ορκισμένους εχθρούς, καθώς οι μεν μας συμβουλεύουν για να μην κάνουμε λάθη, ενώ οι δε με το να μας λοιδορούν μας αποτρέπουν από τα επικείμενα σφάλματα"2.
Ας χαιρόμαστε λοιπόν στη ζωή όταν έχουμε εχθρούς. Ορκισμένους ή μη. Οι εχθροί μάς βοηθούν να γίνουμε καλύτεροι και να βελτιωθούμε ως ηθικές υποστάσεις.Αν δεν υπήρχαν οι εχθροί, θα ήταν ολάκερος ο βίος μας χαλαρός σαν συνέντευξη φίλων όπου τα ατοπήματά μας θα συγχωρούνταν ευμενείας είνεκεν.Όσοι πάλι θεωρούν ότι το κείμενο αυτό δεν τους αφορά, εχθρούς δεν έχουν αφού, ας αναλογιστούν τη ρήση του Χίλωνα του σοφού που, όταν κάποιος του είπε ότι δεν έχει ούτε έναν εχθρό, εκείνος τον ρώτησε μήπως δεν έχει ούτε φίλο3.





Νίκος Βασιλάκος





1. "οι μεν γαρ φίλοι και νοσουντες ημας πολλάκις και αποθνήσκοντες λανθάνουσιν αμελουντας και ολιγωρουντας, των δ' εχθρων μονονουχι και τους ονείρους πολυπραγμονουμεν"


Πλουτάρχου, Ηθικά: Πως αν τις υπ' εχθρών ωφελοίτο, 87.c.4.


2. "όθεν ορθως ο Αντισθένης ειπεν οτι τοις μέλλουσι σώζεσθαι φίλων δει γνησίων η διαπύρων εχθρων. Ου μεν γαρ νουθετουντες τους αμαρτάνοντας οι δε λοιδορουντες αποτρέπουσι."


Πλουτάρχου, ό.π., 89.b.6.


3. "Χίλων ο σοφος νοήσας τον ειπόντα μηδένα εχειν εχθρόν ηρώτησεν ει μηδε φίλον εχει"


Πλουτάρχου, ό.π., 86.c.6.

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2007

Ένας αγγλικός λόγος στα ελληνικά


Ο πρώην πρωθυπουργός και καθηγητής κ. Ξενοφών Ζολώτας είχε εκφωνήσει δύο λόγους στην Ουάσιγκτον (στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959), οι οποίοι έμειναν μνημειώδεις. Αιτία ως προς αυτό δεν ήταν μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και η γλώσσα τους.

Υποτίθεται ότι η γλώσσα των λόγων ήταν η αγγλική. Κατ' ουσίαν όμως, με την αφαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων η γλώσσα είναι η Ελληνική.

Το ακροατήριό του αποτελούσαν οι σύνεδροι της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και δεν αντιμετώπισαν τότε κανένα πρόβλημα στην κατανόηση του προφορικού κειμένου που ανέγνωσε ο Έλληνας καθηγητής.

Παραθέτουμε το δεύτερο λόγο (της 2ας Οκτωβρίου 1959) και την ελληνική του «μεταγραφή»...



Kyrie,

It is Zeus' anathema on our epoch and the heresy of our economic method and policies that we should agonize the Skylla of nomismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia.

It is not my idiosyncracy to be ironic or sarcastic but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize nomismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. Our policies should be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between economic strategic and philanthropic scopes.

In an epoch characterized by monopolies, oligopolies, monopolistic antagonism and polymorphous inelasticities, our policies have to be more orthological, but this should not be metamorphosed into plethorophobia, which is endemic among academic economists.

Nomismatic symmetry should not antagonize economic acme. A greater harmonization between the practices of the economic and nomismatic archons is basic.

Parallel to this we have to synchronize and harmonize more and more our economic and nomismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political end economic barometer are halcyonic.

The history of our didimus organization on this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. The genesis of the programmed organization will dynamize these policies.

Therefore, I sympathize, although not without criticism one or two themes with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and nomismatic policies.I apologize for having tyranized you with my Hellenic phraseology. In my epilogue I emphasize my eulogy to the philoxenous aytochtons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you Kyrie, the stenographers.



μετάφραση


Κύριοι,

Είναι "Διός ανάθεμα" στην εποχή μας και αίρεση της οικονομικής μας μεθόδου και της οικονομικής μας πολιτικής το ότι θα φέρναμε σε αγωνία την Σκύλλα του νομισματικού πληθωρισμού και τη Χάρυβδη της οικονομικής μας αναιμίας.

Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να είμαι ειρωνικός ή σαρκαστικός αλλά η διάγνωσή μου θα ήταν ότι οι πολιτικοί είναι μάλλον κρυπτοπληθωριστές. Αν και με έμφαση στιγματίζουν τον νομισματικό πληθωρισμό, τον ενεργοποιούν μέσω της τακτικής τους και των πρακτικών τους. Η πολιτική μας θα έπρεπε να βασίζεται περισσότερο σε οικονομικά και λιγότερο σε πολιτικά κριτήρια. Γνώμων μας πρέπει να είναι ένα μέτρο μεταξύ οικονομικής στρατηγικής και φιλανθρωπικής σκοπιάς.

Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μονοπώλια, ολιγοπώλια, μονοπωλιακό ανταγωνισμό και πολύμορφες ανελαστικότητες, οι πολιτικές μας πρέπει να είναι πιο ορθολογιστικές, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε πληθωροφοβία, η οποία είναι ενδημική στους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους.
Η νομισματική συμμετρία δεν θα έπρεπε να ανταγωνίζεται την οικονομική ακμή. Μια μεγαλύτερη εναρμόνιση μεταξύ των πρακτικών των οικονομικών και νομισματικών αρχόντων είναι βασική.

Παράλληλα με αυτό, πρέπει να εκσυγχρονίσουμε και να εναρμονίσουμε όλο και περισσότερο τις οικονομικές και νομισματικές μας πρακτικές πανεθνικώς. Αυτές οι θεωρήσεις είναι πιο εφαρμόσιμες τώρα, όταν τα προγνωστικά του πολιτικού και οικονομικού βαρομέτρου είναι αλκυονίδων ημερών αίθρια.
Η ιστορία της δίδυμης οργάνωσης σε αυτήν την σφαίρα είναι διδακτική και οι γνωστικές τους εφαρμογές θα είναι πάντα ένα τονωτικό στις πολυώνυμες και ιδιόμορφες εθνικές οικονομίες. Η γένεση μιας προγραμματισμένης οργάνωσης θα ενισχύσει αυτές τις πολιτικές.

Γι' αυτόν το λόγο αντιμετωπίζω με συμπάθεια, αλλά όχι χωρίς κριτική διάθεση, ένα ή δύο θέματα με τους αποστόλους της ιεραρχίας των οργάνων μας στον ζήλο τους να προγραμματίσουν ορθόδοξες οικονομικές και νομισματικές πολιτικές.Απολογούμαι που σας τυράννησα με την ελληνική μου φρασεολογία. Στον επίλογό μου δίνω έμφαση στην ευλογία μου, προς τους φιλόξενους αυτόχθονες αυτής της κοσμοπολίτικης μητρόπολης καθώς και το εγκώμιό μου προς εσάς, κύριοι στενογράφοι.

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2007

Δασκαλογιάννης και Πεντοζάλης

ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΝΤΟΖΑΛΗ

[Μαυρομανωλάκη Νικήτα
και

Ζεμπίλη Στέλιο]


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Α' :
Στο Βλάχο αναφέρομαι το δάσκαλο το Γιάννη
που όλοι τον γνωρίζομε ωσάν Δασκαλογιάννη

Σε σένα πρωτομάρτυρα μεγάλε επαναστάτη
που ύψωσες τ 'ανάστημα στον Τούρκο το δυνάστη

Θα προσπαθήσω ταπεινά γνωρίζοντας το βάρος
που έχει να μιλεί κανείς γι' άντρες με τόσο θάρρος

Απομεινάρια λιγοστά υπάρχουνε για σένα
γιατί κι η πένα δάκρυζε κι έσβηνε τα γραμμένα

Όμως να δούμε απ' την αρχή ποια 'ναι η καταγωγή του
ποια μάνα και πατέρας ποιος φώτισε την ψυχή του

Τη μέρα του θανάτου του με σιγουριά κατένε
μα πότες εγεννήθηκε με σιγουριά δε λένε

(1722) ή (1730)
χίλια εφτακόσια είκοσι δυο, χίλια εφτακόσια τριάντα
τη γέννηση τοποθετούν με βάση τα συμβάντα

μα και για τις χρονιές αυτές υπάρχει αμφιβολία
και ούτ' επιβεβαιώνονται εις τα ληξιαρχεία

Εις τα Σφακιά σ' ένα χωριό Ανώπολη το λένε
ο Γιάννης εγεννήθηκε και όλοι το κατένε

Ο Γιάννης Βλάχος ήτανε πολυταξιδεμένος
είχε περίσσια μόρφωση κι ήταν γραμματισμένος

Τότε και μέχρι πρόσφατα Δάσκαλο προσφωνούσαν
όσους βιβλία τσ' εκκλησιάς να διάβαζαν μπορούσαν

Γι' αυτό το λόγο στα Σφακιά ο Βλάχος Ιωάννης
ήταν γνωστός ως δάσκαλος και ως Δασκαλογιάννης

Στην Ιταλία σπούδασε και ιταλικά μιλούσε
στον πλούσιο πατέρα του ετούτο το χρωστούσε

τέσσερις είχε αδερφούς όλοι ξεδιαλεγμένοι
άντρες λεβέντες Σφακιανοί με τ' άρματα ζωσμένοι

Μέτριος στο ανάστημα ανδροπρεπής με χάρη
γέννημα θρέμμα κρητικό γνήσιο παλικάρι

Είχε ευφράδεια φυσική και εύκολα μπορούσε
να πείθει με ρητορικό λόγο σ' όποιον μιλούσε

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Β':
Τ' όνομα της γυναίκας του ήταν Σγουρομαλλίνητ
έσσερις κόρες και δυο γιούς απόκτησε μ' εκείνη

Είχε καράβια τέσσερα τρικάταρτα κι εμπόριε
να ταξιδεύει με αυτά και άλλους λαούς εθώριε

εκτός από ιταλικά και ρωσικά μιλούσε
κι η γλώσσα στις συναλλαγές πολύ τον βοηθούσε

Μεσόγειο, Μαύρη θάλασσα κι όπου γνωστό λιμάνι
ταξίδευε κι επήγαινε εμπόριο να κάνει

Πέρα από τη μόρφωση που είχε αποκτήσει
ταξίδια και εμπόριο τον κάναν να πλουτίσει

Με τα ταξίδια που' κανε είχε τις ευκαρίες
να βλέπει πως εζούσανε οι άλλες κοινωνίες

κι έβλεπε πως εζούσανε ελεύθερα οι ξένοι
και οι συμπατριώτες του ήτανε σκλαβωμένοι

και πως αυτή η κατάσταση αν θα συνεχιζόταν
χριστιανισμός και ελληνισμός θα εξαφανιζόταν

Με τέτοιες σκέψεις στο μυαλό ο ίδιος δεν μπορούσε
να μείνει ασυγκίνητος και να μην προσπαθούσε

παίρνει λοιπόν στα σοβαρά με αίσθημα κι ευθύνη
πως πρέπει ελευθερωτής στον τόπο του να γίνει

Έλληνες εξωτερικού κρυφά το συζητούνε
να κάνουν επανάσταση λεύτεροι να γενούνε

Γι'αυτό λοιπόν απόφαση το παίρνει και πηγαίνει
και στις συσκέψεις τις κρυφές μέρος κι εκείνος παίρνει

Σύσκεψη κάνουν Έλληνες στην πόλη της Τεργέστης
με υποκίνηση του Ορλώφ που βγήκε μέγας ψεύτης

Αυτός ο Ρώσος αρχηγός ελπίδες τους προσφέρει
κι αν κάνουν επανάσταση βοήθεια θα φέρει

Στα λόγια βάση δώσανε χωρίς να τα ζυγίσουν
και παίρνουν την απόφαση να επαναστατήσουν

Γεμάτος ενθουσιασμό με όνειρα και γνώση΄
έρχετ' ο Γιάννης στα Σφακιά να τα ελευθερώσει

(1769)
χίλια εφτακόσια εξήντα εννιά τον τόπο του οργώνει
καπεταναίους κι αρχηγούς όλους ενημερώνει

τους λέει επανάσταση να κάμουνε πως πρέπει
γιατί αλλιώς ο τουρκικός ζυγός εδώ δεν πέφτει

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ


ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Ακούστε δω οπλαρχηγοί και σεις καπεταναίοι
ένας καινούργιος άνεμος ελευθερίας πνέει
από τα ξένα που ' ρχομαι νέα καλά σας φέρνω
κι έδωσα την υπόσχεση και πίσω δεν την παίρνω
σας λέω επανάσταση να κάνομε πως πρέπει
γιατί ο τουρκικός ζυγός αλλιώς εδώ δεν πέφτει
και μια μεγάλη δύναμη θέλει μας βοηθήσει
αρκεί η επανάσταση εδώ να ξεκινήσει
άντρες τα ρίζουν τα Σφακιά κι είναι τιμή δική μας
να ξεκινήσει από δω η επανάστασή μας.

Α' ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Γιάννη εσύ καλά τα λες, στα λόγια συμφωνούμε
όμως δεν είναι δύσκολο για να ξεσηκωθούμε;
είμαστε λίγοι το θωρείς οι Τούρκοι είναι χιλιάδες
εις τα καλά καθούμενα θα μπούμε σε μπελάδες .

Β' ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Για να γενεί επανάσταση και να 'χει επιτυχία
θα πρέπει όλοι οι Κρητικοί να 'ρθουν σε συμφωνία
μόνο εμείς κι αμοναχοί να πάρομε το ρίσκο
πάρα πολύ επικίνδυνο Γιάννη αυτό το βρίσκω

Γ' ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Βοήθεια δεν έχομε μόνοι μας δεν μπορούμε
είμαστε λίγοι και γιαυτό πως θα ξεσηκωθούμε
δεν είναι πως δε θέλουμε τη λευτεριά να δούμε
μα είναι η κατάσταση τέτοια που δε μπορούμε

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Όλα αυτά περάσανε απ' τη δική μου σκέψη
μα δε θωρεί και λευτεριά κανείς αν δεν παλέψει
τα άκουσα με προσοχή όλα τα παραπάνω
και θα σας πω για λόγο ποιο τέτοιες κινήσεις κάνω
Στα ξένα που βρισκόμουνα Έλληνες κι άλλους είδα
που θέλανε τη λευτεριά να δούνε στην πατρίδα
κρυφές συσκέψεις κάναμε και ψάχναμε τον τρόπο
για να ιδούμε λευτεριά και στο δικό μας τόπο
Στις συναντήσεις μας αυτές είχε επικρατήσει
η άποψη πως το ξανθό γένος θα βοηθήσει
Ο Ρώσος ναύαρχος Ορλώφ μας έχει υποκινήσει
να κάνομε επανάσταση κι αυτός θα βοηθήσει
Γιαυτό λοιπόν ήρθα κι εγώ στον τόπο το δικό μου
πιστεύοντας πως τον Ορλώφ θα έχω στο πλευρό μου
και σας καλώ όλους μαζί και να ξεσηκωθούμε
κι η ρωσική βοήθεια θα' ρθει και θα τι δούμε

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ :
Δασκαλογιάννη επιστολή έχω εδώ για σένα
αποστολέας φαίνεται πως ειν' από τα ξένα

(Παίρνει την επιστολή και την κοιτάζει )

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ :
Ο Ρώσος ναύαρχος Ορλώφ επιστολή μου στέλνει

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ :
Για διάβασέ τη να μας πεις ήντα μαντάτα φέρνει;

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ : (Διαβάζει το γράμμα)

Δασκαλογιάννη ότι 'χομε ίσαμε δα πωμένα
ισχύουν στο ακέραιο, δεν παίρνω πίσω ουτ' ένα
τώρα στην Πάρο βρίσκομαι και σένα περιμένω
κι αν κάνεις επανάσταση βοήθεια σου στέλνω
υπάρχει διαβεβαίωση γραπτή από το ρώσο
αρμόδιο εκπρόσωπο βοήθεια να δώσω
Γιαυτό λοιπόν ξεκίνησε την επανάστασή σου
και με το στόλο εγώ θα' ρθω να σώσω το νησί σου

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ :
Είδατε που σας τα' λεγα πως αν ξεσηκωθούμε
από μεγάλη δύναμη βοήθεια θα δούμε;
θα ' χομε και βοήθεια δε θα ' μαστε μονάχοι
μόνο ν' αποφασίσομε ν' αρχίσομε τη μάχη

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ Δ' :
Σαν ειν' ετσα τα πράματα δεν έχομ' αντιρρήσεις
και σε ορίζομε αρχηγό κι ότι αποφασίσεις
πιστεύομέ σε αρχηγέ όλοι οι συντοπίτες
κι ας έχουνε αντίρρηση όλοι οι άλλοι Κρήτες
να ξεκινήσομε λοιπόν την επανάστασή
μας να φέρομε τη λευτεριά στο έρμο το νησί μας

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ':
χίλια εφτακόσια εξήντα εννιά στις δέκα Οκτωβρίου
δίνουνε όρκο ιερό στ' 'όνομα του κυρίου

Δασκαλογιάννης αρχηγός κι έντεκα άλλοι ακόμη
οπλαρχηγοί συμφώνησαν κι είχαν την ίδια γνώμη

και παίρνουν την απόφαση να επαναστατήσουν
κατά των Τούρκων πόλεμο όλοι να ξεκινήσουν

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Αυτή την επανάσταση που΄ χομ' αποφασίσει
θέλομε με πολεμικό χορό να ξεκινήσει
να φανερώνει ο χορός αυτό το πέμπτο ζάλο
που όλοι αποφασίσανε να κάμουνε σινιάλο

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ':
Συντάσσουνε επιστολή κι αμέσως τηνε στέλνουν
σ'ένα γνωστό βιολάτορα στον τόπο τους τον φέρνουν

ΒΙΟΛΑΤΟΡΑΣ:
Επήρα την επιστολή και ήρθα εδώ ντελόγο
μα πέστε μου την αφορμή να μάθω σκιας το λόγο

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ Ε' :
Άκουσε δω βιολάτορα αυτό που θα σου πούμε
γιατί δεν έχομε καιρό και πρέπει να βιαστούμε
Εμείς οι δώδεκα αρχηγοί έχομ' αποφασίσει
ο τόπος να ξεσηκωθεί, να επαναστατήσει
θέλομε να χορέψομε όλοι με την ψυχή μας
προτού να ξεκινήσομε την επανάστασή μας
φτιάξε πολεμικό χορό βήματα δέκα να' χει
και μελωδίες δώδεκα ν' αρχίσομε τη μάχη

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ'
Κι έκατσε ο βιολάτορας στον τόπο μήνες έξι
για να τους φτιάξει το χορό που του 'χαν αρμηνέψει

και στο χορό εδώσανε τ'όνομα πεντοζάλι
γιατί στο πέμπτο ζάλο του ξεσηκωνόταν πάλι

τη μέρα που ξεκίνησαν την επανάστασή τους
χόρεψαν τούτο το χορό όλοι με την ψυχή τους
καπεταναίοι δώδεκα πιασμένοι από τον ώμο
δείχνανε με τη λεβεντιά της λευτεριάς το δρόμο

ΧΟΡΟΣ ΠΕΝΤΟΖΑΛΙ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δ':
Μέρα του Ευαγγελισμού οι Σφακιανοί κινούνε
εις το χωριό Ανώπολη και επαναστατούνε

Σήμαία επανάστασης υψώνουν κι αρχινούνε
με ενθουσιασμό πολύ λεύτεροι να γεννούνε

Κι ενώ ο Αλέξιος Ορλώφ υπόσχεση είχε δώσει
πως θα στελνε βοήθεια να τους ελευθερώσει

Αυτός το λόγο αθετεί το στόλο του τον παίρνει
και αντί να πλεύσει στα Χανιά εις τον Τσεσμέ τον φέρνει

Τα σχέδιά του ο δάσκαλος θωρεί τα πως βουλιάζουν
μα έχουνε ξεσηκωθεί και κάτω δεν το βάζουν

Δεν υποκύπτει μάχεται πιστά για την πατρίδα
κι ας φαίνεται σιγά σιγά πως σβήνει κάθε ελπίδα

Εκεί στης Νίμπρου τα στενά δυο μέρες πολεμούσε
τον πολυάριθμο εχθρό και τον απασχολούσε


σκοπό δεν είχε φυσικά το δρόμο να του κλείσει
μα είχε λόγο σοβαρό να τον καθυστερήσει

έπρεπε να δοθεί καιρός να επιβιβαστούνε
όλα τα γυναικόπαιδα στα πλοία να σωθούνε

γιατί το τέλος τους φριχτό θα ' ταν γι' αυτά γραμμένο
αν έπεφταν σε χέρι εχθρού που ήταν οπλισμένο

στη μάχη αυτή τη φονική τρακόσους άντρες χάνει
και ο εχθρός χίλιους μετρά μα ούτε πίσω κάνει

οι Τούρκοι δέχονται εδώ μία πληροφορία
πως για τα γυναικόπαιδα ψάχνουνε σωτηρία

πως στα καράβια θέλουνε να επιβιβαστούνε
να δραπετεύσουν γρήγορα κι όλα τους να σωθούνε

έξι χιλιάδες στέλνουνε στρατό να προχωρήσει
να πάει στην Ανώπολη για να τα εμποδίσει

μαθαίνουνε οι Σφακιανοί εφτακόσιοι πάνω κάτω
τι σχεδιάζουν οι εχθροί και το κακό μαντάτο
τρέχουν λοιπόν και πιάνουνε θέσεις να μην αφήσουν
Τούρκους να πάνε στο χωριό και να τους εμποδίσουν

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ε':
πιο πάνω από το Λουτρό μάχη στήθος με στήθος
για να σωθεί των γυναικών και των παιδιών το πλήθος

από τους Σφακιανούς εδώ τρακόσοι σκοτωθήκαν
και οι Τούρκοι στην Ανώπολη προχώρησαν και μπήκαν

κι άρχισε άγρια σφαγή μάχονται απεγνωσμένα
άντρες γυναίκες πολεμούν και τα' χουνε χαμένα

αφηνιασμένο των Τουρκών χύθηκε το λεφούσι
άντρες γυναίκες μάχονται και θάνατο θωρούσι

παιδιά γυναίκες εκατό οι Τούρκοι αιχμαλωτίζουν
και ζωντανοί πολλές φορές το θάνατο γνωρίζουν

μετά απ' αυτό το μακελειό οι Τούρκοι συνεχίζουν
και έργο καταστροφικό όπου βρεθούν σκορπίζουν

κόβουνε δέντρα προχωρούν αμπέλια ξεριζώνουν
άντρες που συλλαμβάνουνε τους σφάζουν τους σκοτώνουν

τρέχει η γυναίκα να σωθεί του δάσκαλου του Γιάννη
με τις μεγάλες κόρες της μα αναποδιά την πιάνει

πέφτει και τραυματίζεται κι οι κόρες της θαρρούνε
πως κείνη εσκοτώθηκε τα χάνουν κι αρχινούνε

να τρέχουνε χωρίς το που πηγαίνουν να γνωρίζουν
στα χέρια πέφτουν του εχθρού και τις αιχμαλωτίζουν

Δασκαλογιάννης ύστερα εις το χωριό πηγαίνει
και των παιδιών του το χαμό αμέσως τον μαθαίνει

βλέποντας την καταστροφή απελπισιά τον πιάνει
κι αποφασίζει στον πασά παράδοση να κάνει

γιαυτό καλεί τους αρχηγούς να τους ενημερώσει
τον εαυτό του στον πασά ότι θα παραδώσει
όμως οι άλλοι αρχηγοί στη σκέψη αυτή του Γιάννη
αντίδραση προβάλλουνε για να μην τηνε κάνει


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Ακούστε δω οπλαρχηγοί και Σφακιανοί λεβέντες
αυτό που έχω στο μυαλό και λίγες οι κουβέντες
για τούτη την καταστροφή θαρρώ πως είμ' αιτία
και δε μπορώ να τη θωρώ με πιάνει απελπισία
γιαυτό και γω εσκέφτηκα παράδοση να κάνω
και σ' άλλες περιπέτειες τον τόπο να μη βάνω

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Αυτό που είπες αρχηγέ οπίσω να το πάρεις
εδώ θα κάτσεις δίπλα μας να μα σε κουμαντάρεις
δεν έχεις το δικαίωμα μόνους να μας αφήσεις
εσύ που άλλα έλεγες προτού να ξεκινήσεις

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Σ'αυτή τη δύσκολη στιγμή θα' σαι και συ μαζί μας
μαζί την ξεκινήσαμε την επανάστασή μας
άμα παραδοθείς θαρρείς πως ο πασάς θάλλάξει
γνώμη και άλλο τα Σφακιά δε θα ξαναπειράξει;

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ε :
Στο μεταξύ επιστολή στέλνει ο πασάς στο Γιάννη
και του ζητά παράδοση και τονε καλοπιάνει


ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ:
Γιάννη σου φέρνω επιστολή απ' τον πασά γραμμένη
και μου' πε πως απάντηση από σένα περιμένει

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Ελάτε δω οπλαρχηγοί να ενημερωθείτε
τι γράφει η επιστολή τη γνώμη σας να πείτε

( Διαβάζει την επιστολή)

Γιάννη μου σε παρακαλώ έλα και παραδώσου
και δίνω σου το λόγο μου πως όλα θα τελειώσουν
Σαν έρθεις και παραδοθείς υπόσχεση σου δίνω
πως δε θα βλάψω τα Σφακιά κι ήσυχους σας αφήνω
έλα να κουβεντιάσομε έλα να βρούμε τρόπο
να ξαναγίνουν ήσυχα τα πράματα στον τόπο

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ :
Όλοι εμείς ομόφωνα εις τον πασά απαντούμε
ότι εμείς μεμέτη αγά ποτέ δεν προσκυνούμε
κανείς δεν παραδίδεται ειν' η απάντησή μας
και όλοι συνεχίζουμε την επανάστασή μας.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΣΤ':
Αυτή 'ναι η απάντηση και στον πασά τη στέλνει
κι αυτός μετά πολύ στρατό ενάντιά τους φέρνει

εις το φαράγγι Αράδαινα στα όρη στις Μαδάρες
η μοίρα παραφύλαγε στους Σφακιανούς λαχτάρες

παρ' όλο που ήταν γνώριμος στους Σφακιανούς ο τόπος
η νίκη ήταν αδύνατη κι ούτε υπήρχε τρόπος

οι Τούρκοι τους κυκλώνουνε κι επίθεση τους κάνουν
πολλοί από αυτούς σκοτώνονται και λίγοι θα προκάνουν

να φύγουν να διασκορπιστούν στα όρη να χαθούνε
και από του Τούρκου την οργή στην ώρα να σωθούνε

εκεί στα όρη τα ψηλά είχαν την κατοικιά τους
μες στις στερήσεις ζούσανε μα με τη λευτεριά τους

σαν αητοί κατέβαιναν νύχτα στα Τουρκοχώρια
κι αρπάζανε ότι έβρισκαν κι ανέβαιναν στα όρια

σφάζαν αγάδες που 'βρισκαν κι άρπαζαν τη σοδειά τους
για να μπορούν να θρέψουνε κι εκείνοι τα παιδιά τους

παρ' όλο που νικήσανε εις τα Σφακιά οι αγάδες
τρομοκρατία νιώθανε κι ας ήταν αφεντάδες

μεγάλη η καταστροφή εις των Σφακιών τη χώρα
όμως κανείς υποταγή δε δήλωνε ως τώρα

θέλοντας στην κατάσταση τέλος αυτή να βάλει
στέλνει ο πασάς επιστολή στο Γιάννη κι άλλη
και του ζητά παράδοση να κάμει να τελειώσει
όλη αυτή η κατάσταση που τσ' έχει αναστατώσει

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ


ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ :
Από τον πασά έχω επιστολή για να σου παραδώσω
αυτό το γράμμα που κρατώ σε σένα να το δώσω

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ :
Δε με αφήνει ήσυχο κι αμέτι μουχαμέτι
το'βαλε στο σαράι του να μ'έχει επισκέπτη

(Διαβάζει το γράμμα )

Δασκαλογιάννη να χαρείς θερμά παρακαλώ σε
τέρμα στην επανάσταση που έχεις κάμει δώσε
δεν βλέπεις την καταστροφή πως ρήμαξε ο τόπος
όλα θα ξαναφτιάξουνε κι αν θες υπάρχει τρόπος
έλα να κουβεντιάσομε έλα ν' ανταμωθούμε
όλα να τα ξεχάσομε και φίλοι θα γενούμε
να κάνομε καινούργια αρχή τον τόπο να νοιαστούμε
να' μαστε όλοι μας καλά και να καλοπερνούμε
τις έχθρες να ξεχάσομε να συμφιλιωθούμε
και με ειρήνη αδερφικά όλοι μαζί να ζούμε
Εγώ θα πάρω το στρατό και τα Σφακιά θ'αφήσω
ήσυχα και τσ' ανθρώπους σου δεν θα τους ενοχλήσω
γι' αυτό και σε παρακαλώ έλα και παραδώσου
κι αμέσως σου υπόσχομαι πως όλα θα τελειώσουν


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ζ'
Δεν είχε ο Γιάννης πρόθεση τον τόπο να ρημάξει
μα να του δώσει λευτεριά και τη ζωή ν' αλλάξει
βλέποντας την καταστροφή παρά την πρόθεσή του
η σκέψη της παράδοσης μπήκε στην κεφαλή του

νομίζοντας πως πράττοντας έτσι μ' αυτόν τον τρόπο
ότι θα εξιλεωθεί στα μάτια των ανθρώπων

παίρνει λοιπόν απόφαση και στον πασά πηγαίνει
κι αυτός τον υποδέχεται την κόρη του του φέρνει

ήθελε με τον τρόπο αυτό να τον ευχαριστήσει
που πήρε την απόφαση να τονε συναντήσει

μετά αρχίζει ο πασάς και ανακρίσεις κάνει
το πως να μάθει το γιατί απ' το Δασκαλογιάννη

μετά από τέτοια ανάκριση το δάσκαλο αναγκάζει
εις το φιρμάνι που βγαλε υπογραφή και βάζει

Με συμφωνία του πασά και του Δασκαλογιάννη
το γράμμα με δυο χριστιανούς εκεί στ' Ασκύφου φτάνει


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ


2 ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ :
Απ' τον πασά ερχόμαστε με εντολή δική του
να παραδώσομε σε σας δω την επιστολή του

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ :
Δασκαλογιώργη πάρε τη άνοιξε διάβασέ τη
να δούμε πάλι τι ζητά το τούρκικο μιλέτι

ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΩΡΓΗΣ :
Οπλαρχηγοί με τον πασά έκαμα συμφωνία
παρακαλώ δεχτείτε τη χωρίς διαμαρτυρία
εγώ' μαι φίλος του πασά κι εκείνος φίλο μ'έχει
αιχμάλωτο δε με κρατεί περίσσα με προσέχει
θα μείνω δίπλα στον πασά κοντά σ' αυτόν θα ζήσω
και για την ώρα στα Σφακιά δεν θα ξαναγυρίσω
δηλώστε όλοι οι αρχηγοί κι εγγράφως να το πείτε
την τούρκικη κυβέρνηση ότι θα σεβαστείτε
δε θα σας πάρει ο πασάς τα όπλα και θα ζείτε
ήσυχοι πια στον τόπο σας όπως επιθυμείτε
θα δίνετε και στον πασά το φόρο κάθε χρόνο
απ' όλους σας ζητά ποσό πέντε χιλιάδες
μόνο τη συμφωνία τούτη δω αν δεν τηνε δεχτείτε
θα στείλει ο πασάς στρατό και θα καταστραφείτε

( σταματάει για πολύ λίγο και ύστερα συνεχίζει)

Έχει και την υπογραφή του δάσκαλου του Γιάννη
και δα ρωτώ καθένα σας τι σκέφτεται να κάνει;

ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ:
Εδώ που φτάσαμε αρχηγοί όλα έχουνε τελειώσει
κι αν αρνηθούμε ο πασάς θα μας αποτελειώσει

ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ :
Δεν έχομε επιλογή να κάνομε καμία
γι' αυτό να κάνομε δεχτή αυτή τη συμφωνία

ΣΤΡΑΤΗΣ :
Τη συμφωνία δέχεστε να την αποδεχτούμε
κι αν έχει αντίρρηση κανείς να πει και τον ακούμε

ΜΑΝΟΥΣΟΣ :
Κανείς δεν έχει αντίρρηση όλοι μας συμφωνούμε
αυτή 'ναι η απάντηση που στον πασά θα πούμε


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Η':
ετούτη την απόφαση αυθημερόν την παίρνουν
με πεντακόσα πρόβατα και στον πασά πηγαίνουν

Δίχως να έχουν μέσα του ς το φόβο του κινδύνου
μπροστά του όλοι βρίσκονται και το χαρτί του δίνουν

πίστευαν πως αφού 'χανε υποταγή δηλώσει
το λόγο του θα κράταγε και δε θα τους σκλαβώσει

κι αυτός το λόγο αθετεί και σαν πασάς διατάζει
τη σύλληψή τους γρήγορα και το θυμό του βγάζει

ΠΑΣΑΣ:
Πιάστε τους γρήγορα ορέ και μη χασομεράτε
κιόλους μαζί στη φυλακή γρήγορα να τους πάτε


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Η:
όλους αυτούς θριαμβευτής μετά από κει τους παίρνει
στο Κουλε εις τις φυλακές στο Ηράκλειο τους φέρνει

μέσα εκεί στις φυλακές κάποιοι εκρεμαστήκαν
κι άλλοι πεθάνανε φρικτά αφού βασανιστήκαν

οι άλλοι που γλιτώσανε στην ώρα τη ζωή τους
φυλακισμένοι μείνανε ως τη δραπέτευσή τους

το δάσκαλο όμως ο πασάς τον έχει στο σαράι
αιχμάλωτο για δόλωμα ακόμα τον κρατάει

τρεις αδερφοί του φύγανε στα Κύθηρα είχαν φτάσει
κι ήθελε με τον τρόπο αυτό και κείνους να τους πιάσει

αφού είδε κι απόειδε πως δεν τους συλλαμβάνει
το αρχικό του σχέδιο σε εφαρμογή το βάνει
το σχέδιό του ήτανε το δάσκαλο να δώσει
στο πλήθος το μαινόμενο να τον αποτελειώσει

μήνας Ιούνης δεκαφτά Παρασκευή αργίατ
ων μουσουλμάνων έγινε αυτή η θηριωδία

τη μέρα αυτή εδιάλεξε να τονε παραδώσει
γιατί θελε γιορταστικό μαρτύριο να δώσει

γιατί θελε κόσμος πολύς δικοί του μουσουλμάνοι
να δούνε το μαρτύριο του δάσκαλου του Γιάννη

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Θ' :
εις την πλατεία την κεντρική του Ηρακλείου την πόλη
ο Γιάννης εμαρτύρησε και αυτό το ξέρουν όλοι

κάτω από να πλάτανο της κεντρικής πλατείας
εστήθηκε το σκηνικό τέτοιας θηριωδίας

παίρνουν τον πρωτομάρτυρα σ' ένα θρονί τον δένουν
και με μαχαίρι κοφτερό οι δήμιοι τον γδέρνουν

βάρβαρο πλήθος γύρω του μαζί με τον πασά του
φωνάζουνε και χαίρονται τα κατορθώματά του

ΠΑΣΑΣ:
Ένα καθρέφτη φέρετε και βάλτε τον μπροστά του
να δει τα χάλια το θεριό και τα παντώματά του
(περνάει λίγη ώρα και o πασάς ξαναλέει)

ΠΑΣΑΣ:
Τον αδερφό του το Χατζή φέρτε το Σγουρομάλλη
του αδερφού του για να δει κι αυτός το μαύρο χάλι

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Θ' :
ο Σγουρομάλλης ο Χατζής απ' τη στιγμή εκείνη
τα λογικά του έχασε και η τρέλα του' χε μείνει

ο δήμιος συνέχιζε κρατώντας το μαχαίρι
να βγάνει δέρμα απ' το κορμί και ο Γιάννης να υποφέρει

γέλια χαρές από τη μια και από την άλλη πόνος
αλλαλαγμός και σπαραγμός πίκρα πολύ και τρόμος

τον έβριζαν τον έφτυναν κομμάτια απ' το κορμί του
εκόβγανε και μούγκριζε μέχρι να βγει η ψυχή του

δυο μέρες άφησαν εκεί το μάρτυρα δεμένο
τον ήρωα το λευτερωτή τση Κρήτης τ' αντρειωμένο

μετά εδώσαν εντολή στους χριστιανούς το σώμα
να πάρουν να το θάψουνε στης μαύρης γης το χώμα

Αυτή την τύχη είχενε αυτό το παλικάρι
που η Κρήτη στους αγώνες της τον έβαλε μπροστάρη

Στη μνήμη του ΄όλοι ταπεινά και με αίσθημα ευθύνης
τον έχομε παράδειγμα της παλικαροσύνης

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2007

Σαρανταμαντίνιαδο και Εκατόλογα της αγάπης

Τα Εκατόλογα της αγάπης και το Σαρανταμαντίνιαδο είναι δυο σειρές ερωτικών μαντινάδων που σώζονται σε διάφορες παραλλαγές, στην ανατολική Κρήτη (όπου η λέξη είναι μαντινιάδα και όχι μαντινάδα). Μερικές παραλλαγές βρίσκουμε καταγεγραμμένες στην κλασική συλλογή μαντινάδων της Μαρίας Λιουδάκη (Μαντινάδες Κρήτης, β΄ έκδοση, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1971). Αποσπάσματα παραλλαγής των Εκατόλογων περιλαμβάνονται, τραγουδισμένα σε επιλεγμένες κοντυλιές της ανατολικής Κρήτης, στον ψηφιακό δίσκο του Δημήτρη Σγουρού από την Κριτσά Μεραμπέλλου Τα Σα εκ των Σων. Πολλές από τις μαντινιάδες που περιλαμβάνονται σε διαφορετικές παραλλαγές είναι παρόμοιες ή και κοινές. Σύμφωνα με τη Μαρία Λιουδάκη «στον τραγουδιστή λένε τους αριθμούς από το ένα ώς το σαράντα ή και ώς το εκατό κι αυτός απαντά κάθε φορά με μια μαντινάδα που έχει μέσα τον αριθμό που του λένε».
1. Τα Εκατόλογα
Α΄ παραλλαγή, από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 324-326]
-Ένα
Ένας Θεός μας ήκαμε κι εσέ κι εμέ, Πατρώνα,
για να γλυκοφιλιούμαστε στ’ αχείλι και στο στόμα.
-Δυο Δυο μάθια-ν-έχεις, λυγερή, και δυο καρδιές μαραίνειςκαι μια ψυχή που τυραννάς άραγε είντα δα γένει;
-Τρία
Τρείς χάρες σού ’δωκε ο Θεός σαν την Αγιά Τριάδα,
τη χάρη και την ομορφιά και την καλογνωμάδα.
-Τέσσερα
Τέσσαροκάντουνος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου
κι όλοι φιλούνε το σταυρό κι εγώ το μάγουλό σου.
-Πέντε
Πέντε λεμόνια στον παρά, εδά τα ’κάμαν τρία,
εδά σ’ αγάπησα κι εγώ, πουλί μου, στην ακρίβεια!
-Έξε
Έξε στα κάλλη σού ’στεκα κι έξε στην ομορφιά σου
κι α δε σου πάρω το φιλί δε φεύγω από κοντά σου.
-Εφτά
Εφτά κυπαρισσόμηλα, στολίδι των αγγέλω,
το νου μου και το λογισμό απού μου ’πήρες θέλω.
-Οχτώ
Οχτρός ’μπήκε στη μέση μας να μάσε ξεχωρίσει,
μα μεις δεν ξεχωρίζομε, λιγνό μου κυπαρίσσι.
-Εννιά
Εννιά μαχαίρια με βαρούν κι ένα χατζάρι δέκα,
κι α δε σε πάρω, μάθια μου, δεν παίρνω άλλη γυναίκα.
-Δέκα
Δεκάριζε τα λόγια σου, λέγε τα δέκα δέκα,
ίσως τα σώσεις εκατό και πάρεις μια γυναίκα.
-Έντεκα
Έντεκα οχτροί μου τό ’πανε, πουλί μου, για τα σένα
και τώρ’ αγάπησα αλλού κι ερνήθηκά σε σένα.
-Δώδεκα
Δώδεκα μήνες σ’ αγαπώ, γίνεται ένας χρόνος,
μια-ν-ώρα δεν επέρασε να μη με πιάσει πόνος.
-Δεκατρία
Η νύχτα ’ν’ ώρες δεκατρείς, μόνο τσι τρεις κοιμούμαι
και τσ’ άλλες είμαι ξυπνητός κι εσένα συλλογούμαι.
-Δεκατέσσερα
Αηδόνια δεκατέσσερα ήπεψα ήπεψα στην αυλή σου
να κηλαηδούν να σε ξυπνούν να σκάσουν οι γι-οχτροί σου.
-Δεκαπέντε
Δεκαπεντάρι φράγκικο σού ’πεψα για σημάδι
κι ένα βενέτικο, άλλος να μη σε πάρει.
-Δεκαέξε
Εφτά και πέντε δώδεκα και τέσσερα δεκαέξε,
δεκάξε μήνες σ’ αγαπώ, δεν το κατέχεις τάξε;
-Δεκαεφτά
Δεκαεφτά μερόνυχτα γυρίζω ’γώ για σένα,
μα συ δεν είσαι μπιστικιά να μ’ αγαπάς εμένα.
-Δεκαοχτώ
Τη δεκοχτούραν αγαπώ, πού ’ναι σαν περιστέρι,
που μοιάζει τση πολυαγαπώς, να τήνε κάμω ταίρι.
-Δεκαεννιά
Δεκαεννιά μερόνυχτα γυρίζω νά ’βρω κλήμα
να μάσε στεφανώσουνε, να βγούμ’ απού το κρίμα [=εννοεί την αμαρτία του αστεφάνωτου ζευγαριού].
-Είκοσι
Τα είκοσι δαχτύλια μου, χεριώ μου, ποδαριώ μου,
όλα μου μιρμιδίζουνε οντό σε βλέπ’ ομπρός μου.
-Τριάντα
Τριανταφυλλιά ’χω στην καρδιά κι αθεί και λουλουδίζει,
αλλού μοιράζει τ’ άνθη τζης και μένα περιορίζει.
-Σαράντα
Σαρανταβέργινο κλουβί σου ’κάμαν οι γονοί σου
και μέσα σ’ εκλειδώσανε, να σκάσουν οι γι-οχτροί σου.
-Πενήντα
Πενήντα μήλα σού ’πεψα, μικρή μου, στο μεντήλι
κι αν έχεις και συντρόφισσα, φάε τα μετά κείνη [=μαζί της].
-Εξήντα
Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γίνουνται πέντε χρόνοι,
και λεμονιά να ’φύτευγα θα νά ’τρωγα λεμόνι.
-Εβδομήντα
Τα εβδομήντα κάτεργα από την Αγγλιτέρα
την ομορφιά σου εκούσανε και προξενιά σου ’φέρα.
-Οδγοήντα
Ογδόντα οργιές βαθιά ’σκαψα τη γη με τη βελόνα
να βγάλω την αγάπη σου τη μαρμαροκολώνα.
-Ενενήντα
Οι γ-ενενήντα πατασμοί [=πειρασμοί, διάβολοι] σταθήκανε μπροστά μου
και δε μ’ αφήνου να διαβώ να πάω στη δουλειά μου!
-Εκατό
Κάτω στα Γεροσόλυμα, στο Μέγα Μοναστήρι,
’κατό φορές το ’φίλησα το δροσερό σ’ αχείλι.
Β΄ παραλλαγή (ώς το δεκαέξε), από το δίσκο του Δ. Σγουρού
[Την παραλλαγή αυτή κατέγραψε ο Δ. Σγουρός από τον Γεώργιο Γεροντή («Περιπτερά»), που την είχε μάθει το 1927, ως φαντάρος, από έναν Στειακό που λεγόταν Παντελής Κοξαράκης. Στο δίσκο τραγουδιέται σε σειρά από στειακές κοντυλιές, καταγεγραμμένες στο ένθετο σε βυζαντινή παρασημαντική (=«βυζαντινές νότες»).]
-Ένα
Μα ένας είναι ο Θεός κι ο ποιητής του κόσμου
που σού ’δωκε ντην ομορφιά, ματάκια μου και φως μου.
-Δυο
Δυο θαύματα στον ουρανό, ήλιος και το φεγγάρι,
να σε χαρεί η μανούλα σου κι ο νιος που δα σε πάρει!
-Τρία
Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιά Τριάδα,
τη γνώση και την ομορφιά και την καλογνωμάδα.
-Τέσσερα
Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου
Κι όποιος το δει σκλαβώνεται για χάρη εδική σου.
-Πέντε
Πέντέ ’ναι τα δαχτύλια σου, μάλαμα και ζαφείρι,
πρόβαλε, φως μου, να σε δω απού το παραθύρι.
-Έξε
Έξέ ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που φέγγουνε το βράδυ,
ποιός είδε κόρην όμορφη και να τση βρει ψεγάδι;
-Εφτά
Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, για το Θεό ντον Ένα!,
και δέκα μήνες σ’ αγαπώ και χάνομαι για σένα.
-Οχτώ
Οχτώ κλαδιά του χταποδιού που πάν’ ομπρός κι οπίσω,
τη νιότη μου στα χέρια σου δα τήνε καταλύσω.
-Εννιά
Εννιά είναι τα θαύματα που βοηθούν εσένα
κι από τα τόσα μαϊκά δε σ’ έπιασε κιανένα.
-Δέκα
Δέκα είναι οι γ-εντολές που γράφει ο Θιος στην πλάκα
και δέκα μήνες σ’ αγαπώ, ξαθιά και μαυρομάτα.
-Έντεκα
Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι
μα δε σου βρίσκω, αγάπη μου, κιανένα-ν-ασκημάδι.
-Δώδεκα
Δώδεκα φίλους ήκαμα, όσ’ είν’ κι οι γι-Αποστόλοι,
να βλέπουν το κορμάκι σου καθημερνή και σκόλη.
-Δεκατρία
Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη
κι επήρες μού τονε το νου, βιόλα ξεφουντωμένη!
-Δεκατέσσερα
Μα δεκατέσσερις φωθιές να κάψουν την καρδιά μου
άνε ντο πω να σ’ αρνηθώ, κερά μου, κοπελιά μου!
-Δεκαπέντε
Μα δεκαπέντε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τα κάλλη και την ομορφιά οπίσω δα τ’ αφήσουν.
-Δεκαέξε
Στα δεκαέξ’ εστάθηκα, το νου να ξεκουράσω,
ε, κοπελιά μελαχροινή, και πώς δα σ’ απολαύσω!
2. Το Σαρανταμαντίνιαδο
Α΄ παραλλαγή, από το Μπαμπαλί Ηρακλείου[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 318-321]
-Ένα
Ένα δ’ αρχίξω να σου πω με το δικό μου στόμα,
τα δυο βυζά του κόρφου σου, δό’ μου και μένα τό ’να.
-Δυο
Δυο μάθια-ν-έχεις, κοπελιά, και δυο βυζά στον κόρφο,
καλύτερα μυρίζουνε κι απ’ τον ακράτο μόσκο.
-Τρία
Τρία ’ν’ τα φύλλα τση καρδιάς που μού ’χεις μαραμένα
και τ’ άλλα δυο μου τά ’φηκες και κείνα κεντημένα [=φλεγόμενα].
-Τέσσερα
Τέσσερις Ευαγγελιστές το ’πλάσαν το κορμί σου
και καίγομαι στσι πόνους σου, που να καεί η ψυχή σου!
-Πέντε
Πέντε φορές λιγώνομαι, ξαθό μου, την ημέρα,
δυο το ταχύ, τρεις το βραδύ, για τ’ όνομά σου εσένα.
-Έξε
Έξε μετάνοιες ήκαμα οψές στην Παναγία,
να βλέπει το κορμάκι σου, αφέντρα και κυρία.
-Εφτά
Εφτά ’ναι τα ουράνια που προσκυνούν αθρώποι,
ποθές αλλού δε βρίσκουνται οι γ-εδικοί σου τρόποι.
-Οχτώ
Οχτώ ’ν’ οι γ-ήχοι τσ’ εκκλησάς κι οχτώ σκοπούς κατέχω
κι όσα τραγούδια κι α σου πω, ’γώ διάφορο δεν έχω.
-Εννιά
Εννιά ’ναι και τα τάγματα [=οι άγγελοι] που βοηθούν εσένα
γι’ αυτό τα μάγια πού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.
-Δέκα
Δέκα ’ν’ οι γ-άγιες εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα
και δέκα νέοι σ’ αγαπούν, ξαθή και μαυρομάτα.
-Έντεκα
Έντεκα μήνες πολεμώ για να σου βρω ψεγάδι
και δέκα ’ναι που σ’ αγαπώ και μ’ έβαλες στον Άδη!
-Δώδεκα
Δώδεκα αγιούς εόρταζα, όσ’ είν’ οι γι-Αποστόλοι,
να βλέπουν το κορμάκι σου καματερή και σκόλη.
-Δεκατρία
Δεκατριώ χρονώ ’σουνε που σέ ’δα στολισμένη
κι επήρες μού τονε το νου, αναθεματισμένη!
-Δεκατέσσερα
Δεκατριώ χρονώ ’σουνε κι εγώ δεκατεσσάρω
που ’λέγαν οι γονέοι σου πως ήθελα σε πάρω [=ότι θα σ’ έπαιρνα].
-Δεκαπέντε
Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη:
τίποτας δεν αξίζει μπλιο μπρος στη δική σου νιότη.
-Δεκαέξε
Στα δεκαέξε δα σου πω, βενέτικη φραγάδα,
οντό σ’ επρωταγάπησα μού ’φερε κιτρινάδα.
-Δεκαεφτά
Στα δεκαφτά δα να σου πω, το νου να ξεκουράσω,
τσι μέρες απού σ’ αγαπώ θέλω να λογαριάσω.
-Δεκαοχτώ
Στα δεκοχτώ, μικρούλα μου, δα πιάσω και τη μπένα,
να γράψω πρίκες και καημούς απού τραβώ για σένα.
-Δεκαεννιά
Κι ακόμη χρόνους δεκαννιά δα πολεμώ, μικρή μου,
κι ό,τ’ είν’ απού το Θιο γραφτό ας έρθει στο κορμί μου.
-Είκοσι
Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει [=όποιος δέσει]
με μια μεταξωτή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.
-Εικοσιένα
Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη
και πρέπ’ ομπρός [=προηγουμένως] να γυμναστείς κι ύστερα να τα μάθεις.
-Εικοσιδυό
Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,
γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.
-Εικοσιτρία
Εικοσιτρείς λαβωμαθιές έχει η καρδιά μου μέσα,
τα μάθια μ’ όντο σέ ’δανε τα κάλλη σου μ’ αρέσα.
-Εικοσιτέσσερα
Εικοσιτέσσερα νησά εγύρισα να γιάνω
κι όσοι γιατροί κι α μέ ’δανε είπαν πως δα ποθάνω!
-Εικοσιπέντε
Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη, με γλυκότη,
τίποτας δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.
-Εικοσιέξε
Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τα κάλλη και τσι χάρες σου οπίσω δα τ’ αφήσουν.
-Εικοσιεφτά
Πάνω στα εικοσιεφτά νέοι σε προσκυνούνε
κι όσοι γ-κι α σ’ αγαπήσανε εμένα να ρωτούνε!
-Εικοσιοχτώ
Εικοσοχτώ ’ναι, κοπελιά, οι μέρες του Φλεβάρη,
χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και μέλλει να σε πάρει.
-Εικοσιεννιά
Εικοσεννιά γραμματικοί να πιάσουνε τη μπένα,
δε γράφουνε τα κάλλη σου, άπονης μάνας γέννα!
-Τριάντα
Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,
μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!
-Τριανταένα
Τριανταμιά αγαπητικιές, σα βγάλεις μια τριάντα,
ετότες, χαϊδεμένη μου, σαν αγαπάς νταγιάντα [=άντεχε].
-Τριανταδυό
Τριανταδυό λογιώ σεβντά τράβηξε το κορμί μου
για κείνο τό ’πα, αγάπη μου, καλλιά ’χα να μην ήμου! [=να μην υπήρχα]
-Τριαντατρία
Τριαντατρία βήματα ’σίμωσα στην αγάπη
και σαϊθιά μού ’χτύπησε με το δεξό τζης μάτι.
-Τριαντατέσσερα
Τριαντατέσσερά ’σανε τα μήλα στο μεντήλι
που τά ’πεψα τσ’ αγάπης μου για το δικό τζ’ αχείλι.
-Τριανταπέντε
Τριανταπέντε τσ’ ήπεψα και τρία πορτακάλια,
για να μου δίδει το φιλί με δίχως παρακάλια.
-Τριανταέξε
Τριανταέξε βήματα ’σίμωσα στην αυλή τζης
κι εκείνη δεν εσίμωσε, διάλε την όρεξή τζης!
-Τριανταεφτά
Πάνω στα τριανταεφτά «ποιός ήτονε» ερώτα
κι απήτημως τση τό ’πανε εσφάλιξε την πόρτα.
-Τριανταοχτώ
Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος [=λιπόθυμος]
κι εθάρρειεν η γι-αγάπη μου πως είμ’ αποθαμένος.
-Τριανταεννιά
Πάνω στα τριανταεννιά ήσβησεν η ζωή μου
κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.
-Σαράντα
Και στα σαράντα, μάθια μου, ήρθανε να με θάψουν
κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν…
Β΄ παραλλαγή, από το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας
[Λιουδάκη, Μαντινάδες Κρήτης, σελ. 321-324]

-Ένα
Από το ένα βάνω αρχή να πάω στα σαράντα,
δεν τόνε πέμπει [=στέλνει] η κοπελιά στην προξενιά τον άντρα.
-Δυο
Δυο ’ναι τα φώτα τ’ ουρανού, ήλιος και το φεγγάρι,
Χαρά στο νιο που σ’ αγαπά και θέλει να σε πάρει.
-Τρία
Τρεις χάρες σού ’δωκε ο Θεός, σαν την Αγιάν Ερήνη,
τη χάρη και την ομορφιά και την ταπεινοσύνη.
-Τέσσερα
Τέσσερα προτερήματα έχει όλο σου το σώμα,
μάθια και φρύδια και λαιμό και δαχτυλίδι στόμα.
-Πέντε
Πέντε χρονάκια μου χρωστάς, τα τρία σου χαρίζω
και τ’ άλλα δυο μου πλέρωσε να μην κακοκαρδίζω.
-Έξε
Έξε ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού που βγαίνουνε το βράδυ,
τ’ αγγελικό σου το κορμί στον Άδη δα με βάλει.
-Εφτά
Εφτά ’ν’ οι δίπλες τ’ ουρανού, μα ο Θεός είν’ Ένας,
ε, πολυαγαπημένο μου και κλίνε μετά μένα.
-Οχτώ
Οχτάποδο του χταποδιού που σύρνει ομπρός κι οπίσω,
μα να σε πάρω θέλω ’γώ, μα δα σε τυραννήσω.
-Εννιά
Εννιά ’ναι τα συντάγματα που στέκουνε για σένα
τα μάγια-ν-απού σού ’καμα δε σ’ έπιασε κιανένα.
-Δέκα
Δέκα ’ναι, φως μου, οι γ-εντολές πού ’γραψ’ ο Θιος στην πλάκα,
ώστε [=ώσπου] να ζω δα σ’ αγαπώ και μπιστικά μ’ αγάπα.
-Έντεκα
Έντεκα μήνες στέκομαι για να σου βρω ψεγάδι,
δε σού ’βρηκα, πουλάκι μου, μουτ’ ένα-ν-ασκημάδι.
-Δώδεκα
Δώδεκα φίλους ήκαμα κι ήταν οι γι-Αποστόλοι,
για να σε βλέπουν, μάθια μου, καθημερνή και σκόλη.
-Δεκατρία
Δεκατριώ χρονώ ’μουνε κι εσύ δεκατεσσάρω
κι ελέγαν οι γονέοι μας πως ήθελα σε πάρω.
-Δεκατέσσερα
Δεκατεσσάρων ημερών ήτονε το φεγγάρι
που σ’ έβαλα στο λοϊσμό κι ο νους μου να σε πάρει.
-Δεκαπέντε
Στα δεκαπέντε δα σου πω δυο λόγια με γλυκότη,
πως άλλος δα τη ’γκαλιαστεί την ακριβή σου νιότη.
-Δεκαέξε
Και στο δεκάξε δα σου πω α θέλεις να με βάλεις
στον κρουσταλλένιο σου λαιμό και στη γλυκιά σ’ αγκάλη.
-Δεκαεφτά
Στο δεκαφτά δα να σου πω, παλιά μου φιλενάδα,
π’ ώσταν εξεχωρίσαμεν έχ’ η καρδιά μου λαύρα.
-Δεκαοχτώ
Στα δεκοχτώ δα να σου πω, το νου να ξαγοράσω,
ε, πολυαγαπημενο μου και πώς δα σου ξεχάσω!
-Δεκαεννιά
Στα δεκαννιά ’ρθ’ ο έρωντας και μέ ’βρε στο κλινάρι
και μέ ’βαλε και τραγουδώ την όμορφή σου χάρη.
-Είκοσι
Είκοσι περδικάβγουλα εις τη σειρά ’πού δέσει
με μια μπαμπακερή κλωστή, αυτός δα σε κερδέσει.
-Εικοσιένα
Εικοσιένα πάτημα βρίσκεται στην αγάπη,
πρέπει να μετρηθεί κιανείς πρίχου να μπει στα πάθη.
-Εικοσιδυό
Εικοσιδυό γραδώ ρακή να πιεις να σε λωλάνει,
γιατί δε νταγιαντίζω μπλιο τα πείσματα που κάνεις.
-Εικοσιτρία
Εικοστριώ χρονώ ’σαι μπλιο και του Θεού γαζέπι,
να σε βαστά, πουλάκι μου, αν κάθεσαι κι α στέλεις.
-Εικοσιτέσσερα
Στα εικοστέσσερα νησά απού ’χω γυρισμένα
δεν είδανε τα μάθια μου καλύτερη από σένα.
-Εικοσιπέντε
Εικοσιπέντε κοπελιές με κάλλη και γλυκότη,
καθόλου δεν αξίζουνε μπρος στη δική σου νιότη.
-Εικοσιέξε
Εικοσιέξε μηχανές να σε φωτογραφίσουν,
τη χάρη και την ομορφιά πίσω δα την αφήσουν.
-Εικοσιεφτά
Πάνω στα εικοσιεφτά τό ’βαλα ’γώ στο νου μου
για να σε φέρω, αγάπη μου, στο σπίτι του κυρού μου.
-Εικοσιοχτώ
Εικοσοχτώ ’ναι, μάθια μου, οι μέρες του Φλεβάρη,
κι αν αγαπήσω άλλη κιαμιά, διάολος να με πάρει.
-Εικοσιεννιά
Πάνω στα εικοσεννιά θέλω να σε ρωτήξω
αν είναι, φως μου, μπορετό να φύγω να σ’ αφήσω.
-Τριάντα
Τριάντα-ν-αγαπητικές ήκαμα στο γ-καιρό μου,
μα τούτηνιά η γ-ύστερη δα νά ’ν’ ο θάνατός μου!
-Τριανταένα
Τριανταμιά αγαπητικιά, σα χάσω μια τριάντα,
εμάθαν το πως σ’ αγαπώ, μόνο καλά νταγιάντα.
-Τριανταδυό
Τριανταδυό λαβωμαθιές ήκαμα στην καρδιά μου
μα να σε πάρω θέλω ’γώ, μπουμπούλα κοπελιά μου!
-Τριαντατρία
Τριαντατρία χρόνια ζω, να πάω παραπάνω
δεν το πιστεύγω, αγάπη μου, νιώθω τον κόσμο χάνω.
-Τριαντατέσσερα
Τριαντατέσσερά ’σανε τα ρόδα στο μεντήλι
που μού ’πεψες κι εφίλησα το κόκκινό σου αχείλι.
-Τριανταπέντε
Τριανταπέντε ήσανε ρόδα και πορτακάλια,
για να το δίδεις το φιλί με δίχως παρακάλια.
-Τριανταέξε
Τριανταέξε δα σου πω, α θέλεις με προδώσεις,
ν’ ανοίξεις τ’ αγκαλάκια σου και μέσα να με χώσεις [=κρύψεις].
-Τριανταεφτά
Πάνω στα τριανταεφτά μέ ’πιασε μαύρη ζάλη
γιατί τ’ ανεστορήθηκα τ’ αγγελικά σου κάλλη.
-Τριανταοχτώ
Πάνω στα τριανταοχτώ ήπεσα λιγωμένος
κι εγέρνασί μου το νερό, μα ’γώ ’μουν ποθαμένος.
-Τριανταεννιά
Πάνω στα τριανταεννιά επήγαν να με θάψουν
κι ήπεψεν η γι-αγάπη μου κορίτσα να με κλάψουν.
-Σαράντα
Και στα σαράντα, αγάπη μου, ’πόκαμεν η ζωή μου
κι επάψανε οι πόνοι μου κι οι γι-ανεστεναγμοί μου.
3. Σειρά ερωτικών μαντινιάδων, στις οποίες ο νέος τραγουδεί στην κοπελιά κι αυτή του κάνει διάφορες πειραχτικές ερωτήσεις παίρνοντας αφορμή από κάθε μαντινιάδα.
Α΄ παραλλαγή, από τη Λατσίδα
[Λιουδάκη, σελ. 327-328]
-Φιλντιχιοκοκαλένια μου και νερατζαχειλού μου
και πέρδικά μου πλουμιστή, κι επήρες τον το νου μου.

-Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ;
-Πέρδικα-ν-είσαι, μάθια μου, με τα πετούμενά σου
κι ελάβωσές μου την καρδιά με τα πεισματικά σου.

-Ντα πεισματαρού ’μ’ εγώ;
-Δεν είσαι συ πεισματαρού, μα ’γώ το λόγο λέω
γιατ’ ήκαμες τα μάθια μου και μέρα νύχτα κλαίω.

-Και γιάντα κλαις;
-Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα,
στην πόρτα σας δα σκοτωθώ κι έχε το συ το κρίμα!

-Έδα καλά!
-Θέλει καλά, θέλει κακά, θέλει μαργιολεμένα,
ο Θιος απού ’καμε για ’σέ να κάμει και για μένα.

-Να κάμει κοντό [=άραγε] είντα;
-Να κάμει το μουράτι μου [=την πεθυμιά μου], φως μου, για να σε πάρω,
γλυκό ταιράκι να σε πω κι ύστερα να ποθάνω.
-Και πού δα με βρεις;
-Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις
κι ο νέος απού σ’ αγαπά ’πό ’πόξω τριγυρίζει.
-Ποιός είν’ αυτός;
-Ένας ψηλός, ένας λιγνός, ένας σφιχτοζωσμένος
κι από μακρά του φαίνεται πως είναι χαϊδεμένος.

-Και ποιός τονέ χαϊδεύγει;
-Η μάνα ντου κι ο κύρης του κι η γι-αγαπητικιά ντου
και σαν τα ρόδα του Μαγιού είναι τα μάγουλά ντου.
-Και να τηνε πάρει θέλει κοντό [=θα την πάρει άραγε];
-Για να την πάρει πολεμά [=προσπαθεί], για να τηνέ νικήσει,
μα δεν κατέχω, ζάβαλε, αν τήνε κανακίσει,
γιατί ’χει αδερφό κακό και δεν το νταγιαντίζει
παρά να παίξουνε τα δυο μαχαίρι και μολύβι [=σφαίρες].
[ζάβαλε=καημένε, έκφραση παράπονου
τα δυο=εννοεί ο αδερφός και ο αγαπημένος, δηλ. ο ίδιος ο τραγουδιστής]
Β΄ παραλλαγή, από την Ανατολή Ιεράπετρας
[Λιουδάκη, σελ. 328]
-Είντά ’σαι συ κι είντά ’μαι ’γώ και δε μπορώ να ζήσω,
τ’ αγγελικό σου το κορμί πώς να το θεωρήσω [=να το κοιτάξω (καθαρευουσιάνικο)]

-Α μ’ αγαπάς θεώρει με [=κοίτα με].
-Πώς ημπορώ να σε θωρώ, πού ’σαι μέσα κλεισμένη,
την Κυριακήν είσαι κερά, πέρδικα πλουμισμένη!
[επειδή πήγαινε στην εκκλησία με τα καλά της ρούχα]

-Ντα πέρδικά ’μ’ εγώ;
-Δεν είσαι, φως μου, πέρδικα, μα τα καμώματά σου
μ’ εφάγανε, μ’ εψήσανε αυτά τα ψόματά σου!

-Ντα ψεύτρα ’μ’ εγώ;
-Δεν είσαι ψεύτρα, μάθια μου, μα ’γώ το ψόμα λέω,
για το δικό σου το κορμί μέρα και νύχτα κλαίω.

-Και γιάντα κλαις;
-Κλαίω το το κορμάκι σου απού ’ναι σαν το σύρμα,
για σένα θε να σκοτωθώ κι έχε το συ το κρίμα!

-Τί κρίμα είν’ αυτό;
-Δεν είναι κρίμα, μάθια μου, πως δά ’ρθω να σε πάρω,
γλυκό ταιράκι να σε πω κι ύστερα να ποθάνω.

-Και πώς δα με πάρεις;
-Σε παίρνω απού το σπίτι σας, που καθαρίζεις ρύζι,
αγάπα τον αυτό ντο νιο απού σε τριγυρίζει.

-Και πού δα με βρεις;
-Βρίσκω σε στο περβόλι σας, λεμόνι καθαρίζεις
κι ο νέος απού σ’ αγαπά ’πό ’πόξω τριγυρίζει.

-Και ποιός με τριγυρίζει;
-Σε τριγυρίζουνε πολλοί, μην αγαπάς κιανένα,
κι αν αγαπάς αλλού ποθές [=πουθενά] δε θά ’ναι σαν και μένα.

-Κι είντά ’σαι συ;
-Είμαι ψηλός, είμαι λιγνός και μοσκανεθρεμμένος
βάνω το φέσι μου στραβά σαν πολυχαϊδεμένος.
-Και ποιός σ’ εχάιδεψε;
-Μ’ εχάιδευγεν μάνα μου σαν ήμουνε παιδάκι,
μ’ έβανε στ’ αγκαλάκι τζης και μού ’διδε βυζάκι.
-Και γιάντα σου τό ’διδε;
-Μου τό ’διδε, πουλάκι μου, ώσπου ’θελα νυστάξω,
κι απόψε ’πολυνύσταξα, στρώσε μου να πλαγιάσω…