Κυριακή 4 Μαρτίου 2007

Το σχεδόν τίποτα του Σάμουελ Μπέκετ


Ο παράλογος και αδιέξοδος μυθιστορηματικός κόσμος του Ιρλανδού συγγραφέα

Της Χρυσας Σπυροπουλου

Σάμουελ Μπέκετ

Μερσιέ και Καμιέ

μετ. Αρης Μπερλής

εκδ. Υψιλον

Σάμουελ Μπέκετ

Πώς είναι

μετ. Αθηνά Δημητριάδου

εκδ. Υψιλον

O Μπέκετ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, στην Ιρλανδία, το 1906. Στη δεκαετία του 1920 επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Εκεί συνδέθηκε με πολλούς συγγραφείς, ιδιαιτέρως όμως με τον Τζέιμς Τζόις, ο οποίος είδε στο πρόσωπό του έναν πολλά υποσχόμενο συγγραφέα. Εξέδωσε μυθιστορήματα, πρόζες και ποιήματα, αλλά μόλις μετά την έκδοση του θεατρικού του έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό» το 1952 έγινε γνωστός. Οταν το 1969 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αποδέχθηκε το βραβείο, αλλά αρνήθηκε να ταξιδέψει στη Στοκχόλμη, για να αποφύγει την ομιλία. Πέθανε στο Παρίσι το 1989, όπου και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Μον Παρνάς.



Ζωή σε θραύσματα

Στο έργο του μεγάλου αυτού συγγραφέα η ζωή αποδίδεται σε επαναλαμβανόμενες στάσιμες σκηνές ή θραύσματα, μιας και όπως έγραφε: «Δεν υπάρχουν πράγματα παρά μονάχα ανώνυμα πράγματα ούτε ονόματα, αλλά ονόματα των μη πραγμάτων…». Γι’ αυτό και από τα πεζά του απουσιάζει ο μύθος ή βρίσκεται εν διαλύσει, ενώ ο λόγος αυτοαναιρείται μέσω των διαρκών αμφιταλαντεύσεων και δίσημων λέξεων. Τα νοηματικά κενά, οι ανολοκλήρωτες φράσεις, οι επαναλήψεις, καθώς και η άτακτη χρήση ή η κατάργηση της στίξης δεν είναι παρά οι αναπαραστάσεις ενός σκιώδους σύμπαντος, από το οποίο ο συγγραφέας συγκρατεί το ουσιώδες και συμβάντα που στο πέρασμα του χρόνου χάνουν τη σημασία τους. Οι χαρακτήρες του Μπέκετ αναζητούν τον εαυτό τους ή επιδιώκουν την ενότητα ή την αρμονία του εαυτού, την ενότητα των εσωτερικών φωνών ή εκείνη του παρατηρητή και της παρατηρούμενης συνεχούς ροής της συνείδησης. Εάν επιτευχθεί η ολοκληρωτική συγχώνευση του παρατηρητή με το παρατηρούμενο, τότε η ψευδαίσθηση του ατόμου θα εξαλειφθεί και το άτομο θα καταφέρει να εισχωρήσει στην ουσία της ύπαρξης.

Οι ήρωες Μερσιέ και Καμιέ φέρνουν στον νου τον Εστραγκόν και τον Βλαδίμηρο του θεατρικού έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό», παρίες κι αυτοί, παλιάτσοι, μιλάνε, περιπλανώνται, περιμένουν να έρθει κάποιος ή να συμβεί κάτι που θα τους άλλαζε τη ζωή. Ο άλλος υπάρχει μόνο όταν τον σκέφτονται οι ήρωες και όταν δεν τον σκέφτονται εκείνος παύει να υπάρχει. Γι’ αυτούς να τι είναι η ζωή: «…Τρυπημένα εισιτήρια κάθε είδους, είπε ο Καμιέ, καμένα σπίρτα, αποκόμματα εφημερίδων φέροντα στο περιθώριο τα σβησμένα ίχνη αμετάκλητων ραντεβού, το κλασσικό υπόλειμμα μολυβιού με σπασμένη μύτη, κομμάτια χρησιμοποιημένο κωλόχαρτο, μερικά πορώδη προφυλακτικά, σκόνη. Κοντολογίς τη ζωή…» (σ. 80).





Ελλειψη διεξόδου

Η απουσία, η σιωπή και το «τίποτα πιο πραγματικό από το τίποτα» είναι ορισμένα από τα «θέματα» με τα οποία ασχολούνται οι ήρωες που απηχούν το σύμπαν του Μπέκετ. Ακόμη και οι περιγραφές του τοπίου απεικονίζουν την έλλειψη διεξόδου, τη ματαιότητα των πάντων: «… Ενας δρόμος, αμαξιτός ακόμη, ανεβαίνει στα χέρσα ορεινά. Διασχίζει αχανείς τυρφώνες, σε υψόμετρο πεντακοσίων μέτρων, χιλίων αν προτιμάτε. Οδηγεί στο σχεδόν τίποτα. Λίγα ερειπωμένα κάστρα, λίγα ερειπωμένα σπίτια…» (σ. 119). Αλλά και παρακάτω: «Να γεννιέται κανείς, είπε ο Γιώτ, να γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, και να μη θέλουμε τίποτα, μόνο να μας αφήσουν το τίποτα που έχουμε…» (σ. 140).

Τα έργα του Μπέκετ, σύμφωνα με τον κριτικό Κρίστοφερ Μπάτλερ, είναι κείμενα που ακολουθούν το Finnegans Wake του Τζόις και προχωρούν ακόμα περισσότερο δημιουργώντας έναν καινούργιο και παράλογο μυθιστορηματικό κόσμο, όπου τα αντικείμενα αποκαθιστούν τη σιωπή, οι ήρωες είναι διχασμένοι, χωρίς ταυτότητα, χαρακτήρες χωρίς χαρακτήρα, ενώ η ίδια η γραφή καταλήγει στη σιωπή. Αφού, όπως έγραφε ο Μπέκετ, «αέρας άχρονος τίποτα δεν ακούγεται χίμαιρα το φως περαστικό.»

Η μετάφραση του Αρη Μπερλή αλλά και της Αθηνάς Δημητριάδου είναι υποδειγματική.




http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_122825_04/03/2007_217785


Δεν υπάρχουν σχόλια: