Μύθος 5ος: ΤΑ ΛΑΘΗ
Λάθη στη χρήση της γλώσσας: Αλήθεια και μύθος
ΔΗΜΗΤΡΑ ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΝΤΟΥ
Η γλώσσα και η χρήση της υπήρξαν πάντοτε από τα φλέγοντα θέματα στον τόπο μας είτε με τη μορφή του γλωσσικού ζητήματος (παλαιότερα) είτε, τελευταία, ως γενικότερος προβληματισμός, σε συζητήσεις, συνέδρια, εκπομπές, αρθρογραφία κλπ. γύρω από την αξιολόγηση των στοιχείων της. Ο προβληματισμός ξεκινάει, εκτός των άλλων, από την παρατηρούμενη πολυμορφία/πολυτυπία σε όλα τα επίπεδα και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογείται ως συγχρονικό φαινόμενο. Για ορισμένους, περιπτώσεις όπως άσχημος/ άσκημος, συναδέλφου/ συνάδελφου, πιο καλύτερος, πρυτάνισσα, ψιλοβαριέμαι κλπ. συνιστούν υφολογικές ποικιλίες η χρήση των οποίων ρυθμίζεται από το είδος ή το ύφος της ομιλίας (καθημερινός/ανειμένος, γρήγορος λόγος), καθώς και από τις πραγματολογικές και κοινωνιογλωσσολογικές συνθήκες επικοινωνίας. Για ορισμένους άλλους, αντιθέτως, περιπτώσεις αποκλίσεων όπως πανεπιστήμιου, των σύμβουλων, των ταμίων, των φοιτητικών νεολαίων, από ανέκαθεν, πιο καλύτερος κλπ. αποτελούν ανεπίτρεπτα λάθη τα οποία συνδέονται με την ελλιπή ή ανεπαρκή γνώση της γραμματικής και των κανόνων της και γεννούν απαισιόδοξες σκέψεις σχετικά με το μέλλον της γλώσσας μας.
Δεν αρνούμαι ότι γίνονται λάθη (ασυνταξίες, ακυριολεξίες, σολοικισμοί) κατά τη χρήση της γλώσσας από τον φυσικό ομιλητή σε όλα τα επίπεδα. Τα λάθη αυτά, πολλές φορές, είναι αποτέλεσμα της γλωσσικής πραγμάτωσης και των όρων στους οποίους υπακούει. Δεν θα ασχοληθώ με τις περιπτώσεις αυτές όπως και με παραδείγματα αντιγραμματικών δομών τα οποία δεν μαρτυρούνται στον λόγο: *διερωτώμαι πότε αν έρθεις, *άρχισα ότι γράφω, *κοντεύω να πέσεις, *σου εύχομαι για να ζήσεις, *τα παιδιά εκμεταλλεύονται πολλές φορές από τους μεγάλους κλπ. Θα σταθώ σε μια άλλη διάσταση του «λάθους»: του λάθους σε σχέση με το σύστημα και, πιο συγκεκριμένα, με τον βαθμό αδιαφάνειας που παρουσιάζει. Οι αποκλίσεις για τις οποίες θα κάνω λόγο εδώ ανήκουν στις εξής κατηγορίες:
(i) Προέρχονται από διαχρονικές εξελίξεις της γλώσσας στο φωνολογικό και μορφολογικό επίπεδο: του πανεπιστήμιου, των συνάδελφων, των άνθρωπων.
(ii) Μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα ανακατατάξεως ή επανερμηνείας δομών/τύπων σε συγχρονικό επίπεδο. Αναφέρομαι στις εξής ενδεικτικές περιπτώσεις:
(α) παραδείγματα αναφορικών προτάσεων που εισάγονται με το οποίος και στα οποία η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας θεωρείται εσφαλμένη: δεν κατάλαβα τον προβληματισμό του τον οποίο τον διατύπωσε βιαστικά, δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο το οποίο το απολαμβάνει όσο τίποτε άλλο·
(β) παραδείγματα με εμφάνιση οιονεί πλεοναστικών στοιχείων: πιο καλύτερος, από ανέκαθεν·
(γ) παραδείγματα χρήσης καθαρά αμετάβατων ρημάτων, όπως διαρρέω, τρέχω, περπατάω, κυκλοφορώ κλπ. ως μεταβατικών/μεταβιβαστικών, κυρίως, για να εξαρθεί ο δράστης ή η εξωτερική αιτία: ο δημοσιογράφος διέρρευσε την είδηση ότι επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης, με αυτά που φοράς πώς να σε κυκλοφορήσω, έτρεξα το πρόγραμμα.
Όλες οι περιπτώσεις αυτές οδηγούν, κατά τη γνώμη μου, σε μια άλλη αντιμετώπιση του «λάθους»· του λάθους όχι ως μεμονωμένου φαινομένου απόκλισης αλλά σε σχέση με το σύστημα που ευνοεί την εμφάνιση και την περαιτέρω γενίκευσή του. Και τούτο διότι:
1. Δεν πρόκειται για μεμονωμένα παραδείγματα τα οποία αβασάνιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δείγματα γλωσσικής απαιδευσίας, αλλά για συστηματικές αποκλίσεις σε διάφορα επίπεδα (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό).
2. Προϋποθέτουν την ύπαρξη ποικιλιών στο γλωσσικό σύστημα, δηλαδή παράλληλων τύπων που συνυπάρχουν και χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση (ανάλογα με το είδος του λόγου και την περίσταση επικοινωνίας). Οι τύποι αυτοί θεωρούνται αποτέλεσμα εξελίξεων σε διαχρονικό και συγχρονικό επίπεδο.
3. Σηματοδοτούν ασάφεια ή αδιαφάνεια του συστήματος στο συγκεκριμένο σημείο. Η αδιαφάνεια αυτή, προϊόν εξελίξεων και μεταβολών στη γλώσσα κατά την ιστορική της πορεία καθώς και ποικίλων συγκρητισμών, έχει ως αποτέλεσμα την επανερμηνεία και μη αναγκαία ή/και εσφαλμένη γενίκευση τύπων, δομών, καταλήξεων, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για πιθανή μεταβολή σε επόμενη φάση της γλώσσας.
Έτσι, π.χ., παραδείγματα «εσφαλμένου» τονισμού όπως στις περιπτώσεις πανεπιστήμιου, ένοχου, συνάδελφων, δήμαρχου, σύμβουλου κλπ. μπορούν να θεωρηθούν αποτέλεσμα μορφοφωνολογικών μεταβολών (κατάργηση της προσωδίας) που οδήγησαν στην επικράτηση της ισοτονίας (πρβλ. τον σχηματισμό αντίστοιχων επιθέτων όπως άνισου, αντίστοιχου, κόκκινων, πράσινων κλπ.).
Σε συγχρονικό επίπεδο, η επικράτηση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας (κλιτικά) στις περιπτώσεις των αναφορικών προτάσεων που εισάγονται με το οποίος η χρήση των κλιτικών ως δηλωτικών της πτώσης είναι κανονική σε περιπτώσεις αναφορικών που εισάγονται με το που («τα δέντρα που τα φύλλα τους πέφτουν το χειμώνα λέγονται φυλλοβόλλα») μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα επανερμηνείας των τύπων ως εκφραστικών/επιτατικών στοιχείων και γενίκευσής τους σε όλες τις περιπτώσεις. Στην ασάφεια του συστήματος μπορούν να αποδοθούν επίσης εσφαλμένες γενικεύσεις μορίων, καταλήξεων, προθέσεων όπως στα: πιο καλύτερος, από ανέκαθεν. Και τούτο διότι ή συγχρονική λειτουργία των -τερος, -θεν είναι ασαφής. Σχετικά με το -θεν αντίστοιχοι τύποι μαρτυρούνται ήδη στην Κοινή (από μακρόθεν). Η δημιουργία, τέλος, νέων μεταβατικών (μεταβιβαστικών ρημάτων) θα μπορούσε να αποδοθεί στην τάση για προβολή του δράστη ή της εξωτερικής αιτίας κατ' αναλογίαν προς περιπτώσεις ρημάτων με δύο συντάξεις: μεταβατικά/αμετάβατα (λιώνω, ανοίγω, λυγίζω, βράζω κλπ.): ο ήλιος έλιωσε τον πάγο - ο πάγος έλιωσε, ο αέρας άνοιξε την πόρτα - η πόρτα άνοιξε, η μητέρα έβρασε το γάλα - το γάλα έβρασε.
Το θέμα «λάθη στη χρήση της γλώσσας» είτε υπό μορφή παραδρομών και ολισθημάτων είτε υπό τη μορφή αποκλίσεων από το σύστημα, οι λόγοι που τα προκαλούν, οι παράγοντες που τα ευνοούν, η επίδρασή τους στην εξέλιξη της γλώσσας και, τέλος, η δυνατότητα περιορισμού τους είναι πολύ ευρύ και η απάντηση στα διάφορα ερωτήματα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Δεν επιχείρησα να ερμηνεύσω το φαινόμενο στο σύνολό του. Προσπάθησα απλώς να εξηγήσω κάποιους περισσότερο ή λιγότερο αποκλίνοντες τύπους που επιδίδουν στη γλώσσα (πρόκειται άραγε για λάθη;), ενοχοποιώντας, σε τελευταία ανάλυση, περισσότερο το σύστημα και λιγότερο τους χρήστες για τη βαθμιαία επικράτησή τους. Οι αποκλίσεις αυτές εμφανίζονται αρχικά ως γενικές τάσεις που ολοκληρώνονται σε διάστημα γενεών. Εν τω μεταξύ απαντούν ως εναλλασσόμενοι τύποι, περισσότερο ή λιγότερο παραδεκτοί στο γλωσσικό σύστημα , με υφολογική πολλές φορές κατανομή.
Θα ήθελα, τέλος, να προσθέσω ότι οι εσφαλμένες αυτές χρήσεις, αν επισημανθούν και αξιολογηθούν χωρίς προκαταλήψεις, μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα όχι μόνον τη λειτουργία των διαφόρων μερών του συστήματος της γλώσσας αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν οι μηχανισμοί της γλωσσικής ανάλυσης κατά την κατάκτηση και γενικότερα κατά τη γλωσσική πραγμάτωση.
Η Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου