ΣΕ ΑΚΟΥΣΑ ΑΙΩΝΕΣ ΜΑΚΡΙΑ
ΦΩΣ ΓΟΝΑΤΙΣΕ
ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΜΕ ΖΗΤΑΕΙ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΑ
άνθρωποι κάποτε
με τα βλέφαρα δεμένα
κλειστά μάτια
δεν έβλεπαν
άγγιζαν έγλυφαν πίστευαν πέτρες...
(Μου δώσανε να φάω τ' αδέρφια μου όταν δεν ήξερα
Απ' την αηδία γύρισαν τα μάτια μου
ανάποδα
κι είπαν πως δαιμονίστηκα
Γύρω μου εμετός
Εγώ που δεν έχω τίποτα
γιατί ν' ακολουθώ τους νόμους αυτών που έχουν; )
Ύστερα
βρίσκαμε τους θεούς μας σκοτωμένους περίεργα
στην έρημο στους βάλτους
σε νέους βάλτους
στα μεγάλα δάση
πεσμένους
ξεβρασμένους στις θάλασσες.
Ο άνεμος έπασχε πάνω απ' το χώμα
και δεν ήταν οι δολοφόνοι καθόλου δυνατοί
μα είχαν επίτηδες άγνοια
μιαν αβλεψία παρελθοντική
Το μαχαίρι μπηγμένο στην σάρκα
τριάντα τη μέρα δεν είναι μόνο τα αργύρια
μια λίμνη από λάδια και καυτές μηχανές
ο φόβος ήταν
η μισή βάρκα
και η νεκρή κοπέλα στα χέρια μου,
των γερόντων η σκάλα η σάπια
από δω ρίχνουν τα παιδιά
τα σκαλοπάτια κουβαλούν το κατέβασμα.
Σε βροχή από ανδρείκελα και σωλήνες
το νερό παγιδεύτηκε
στα σκοτάδια ρίξαν τη μέλισσα
κι όποιος να βόγκηξε πνίγηκε
σα να μην υπάρχουν διψασμένοι.
Ο πόλεμος άρχισε μόλις τελείωσε ο πόλεμος
ο πρώτος μονόλογος κι ο τελευταίος.
Το θηρίο έχει ανθρώπινα δόντια
και στο μέταλλο συνηθίζοντας
δεν σε πειράζει ούτε η σκουριά ούτε το αίμα.
Να λοιπόν γιατί το φως ενοχλεί τον αιώνα
και η αδερφοσύνη είναι λέξη μεγάλη
γιατί δεν υπάρχουν αξίες όταν πεθαίνουν παιδιά.
ολόκληρο το ποίημα στη διεύθυνση :
http://homepages.pathfinder.gr/shadow47/2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου