Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2006

Συγχεόμενες λέξεις νεοελληνικής

Αισχίνης αισχύνη
αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία αγωνία
αγνεία: βλ. άγνοια
άγνοια αγνεία = αγνότητα
αγωνία: βλ. αγονία
αθλητίατρος ( = γιατρός των αθλητών) και όχι αθλίατρος (= γιατρός των άθλων!)
ακατονόμαστος και όχι ακατανόμαστος
αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι αλήτης αλυτάρχης
αλείφω αλοιφή
αλήτης: βλ. αλιτήριος
αλοιφή: βλ. αλείφω
αλυτάρχης: βλ. αλιτήριος
αμείβω αμοιβή
αμοιβή: βλ. αμείβω
ανακηρύσσω = κάνω κάτι γνωστό, αναγγέλω επίσημα αναγορεύω = αποπονέμω δημόσιο αξίωμα ή τίτλο
αναστηλώνω = αποκαθιστώ ερείπιο, αναζωογονώ αναστυλώνω = στηρίζω με στύλους, αποκαθιστώ ερείπιο, ανασηκώνω, ζωογονώ
αναστήλωση = αποκατάσταση μνημείου, επαναφορά λατρείας ιερών εικόνων αναστύλωση = στήριξη με στύλους, αποκατασταση μνημείου
ανεξαρτητοποίηση (ανεξαρτητοποιώ) και όχι ανεξαρτοποίηση (ανεξαρτοποιώ)
άνθηση: βλ. άνθιση
άνθιση (ανθίζω, π.χ. η άνθιση της τριανταφυλλιάς ) άνθηση (ανθώ, π.χ. η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών)
ανία: βλ. άνοια
άνοια ανία
αντεπεξέρχομαι και όχι ανταπεξέρχομαι ή αντιπεξέρχομαι
απαθανατίζω και όχι αποθανατίζω
απεμπόληση = ιδιοτελής απάρνηση, προδοσία πώληση
απαυδώ (= δεν αντέχω άλλο, εξαντλείται η υπομονή μου)· χρήσιμος ο αόριστος του ρήματος, απηύδησα [απηύδησα να σε συμβουλεύω] και ο παρακείμενος, έχω απαυδήσει [έχω απαυδήσει με τη συμπεριφορά σου].
αποδίδομαι: βλ. αποδύομαι
αποδύομαι = καταπιάνομαι με δύσκολο έργο αποδίδομαι
αποποιούμαι τις ευθύνες μου και όχι των ευθυνών μου
απορημένος (απορώ) απορριμμένος (απορρίπτω)
απορία: βλ. απόρροια
απορριμμένος: βλ. απορημένος
απόρροια απορία
απόσειση απόσυρση
απόσυρση: βλ. απόσειση
αποτείνω: βλ. αποτίνω
αποτάθηκα (όχι αποτάνθηκα): αόριστος παθητικής φωνής του ρήματος αποτείνομαι = στρέφομαι, απευθύνομαι σε κάποιον ή κάπου.
αποτίνω [ή αποτίω] (φόρο τιμής) αποτείνω [= απευθύνω] (το λόγο)
αποφάσισα να ... και όχι αποφάσισα ότι ...
απόφοιτος = αυτός που έχει τελειώσει μια βαθμίδα εκπαίδευσης τελειόφοιτος = αυτός που βρίσκεται στην τελευταία τάξη μιας βαθμίδας εκπαίδευσης πτυχιούχος = ο απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διπλωματούχος = ο πτυχιούχος και ταυτόχρονα κάτοχος ειδικών ικανοτήτων ή προνομίων
άριος = αυτός που ανήκει στην Αρία χώρα, ο της ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας άρειος = αυτός που ανήκει στον Άρη, Άρειος Πάγος
αρματολός αμαρτωλός
αστυφιλία αστυφύλακας
αυξομείωση εξομοίωση
αχιβάδα αμοιβάδα
αψίθυμος βαρύθυμος
βαρήκοος βαρύτονος
βίδρα (ζώο) Ύδρα
βιοτικός βιώσιμος, αντιβίωση
βλίτο (το χορταρικό) βλήμα [πυροβόλου όπλου]
βοριάς βορράς
βρυγμός [οδόντων] τριγμός
Βύβλος (όνομα πόλης) Βίβλος
γαβριάς = έξυπνο και εύθυμο αλητάκι γαύρος
γειρτός γυριστός
γένεση γέννηση
γενετικός = ο σχετικός με τη γένεση (π.χ., η επιστήμη της Γενετικής) γεννητικός = ο αναφερόμενος στη γέννηση (π.χ., γεννητικά όργανα)
γένια γενειάδα
γιαλός γυαλί
γλείφω, γλείφτης = γλοιώδης κόλακας γλύπτης γλυφός
γρυ [δεν ξέρει γρυ, δεν έβγαλε γρυ] γριγρί
δανεικός δανικός = ο σχετιζόμενος με τη Δανία
δήγμα = δάγκωμα δείγμα
δηκτικός = αυτός που δαγκώνει δεικτικός = αυτός που δείχνει
διάλειμμα διάλυμα
διαπίδυση πήδημα
διαχείριση επιχείρηση
δίκαννο δικανικός
διόδια, τα διωδία, η = μελωδία από δύο φωνές, ντουέτο
δίστυλος = ο με δύο στύλους δίστηλος = ο με δύο στήλες (π.χ. άρθρο εντύπου)
δύστυχος [άνθρωπος] δίστοιχος = ο διατεταγμένος σε δύο σειρές δίστιχο [ποίημα]
δυστυχία [ανθρώπινη] διστοιχία [πυραύλων]
εγκλιματίζω εγκληματώ
έγκλιση (κλίνω, π.χ. οι εγκλίσεις του ρήματος ... ) έγκληση = κατηγορία, καταγγελία ( εγκαλώ) αντέγκληση = ανταλλαγή κατηγοριών (αντεγκαλώ, π.χ. κατηγορίες και αντεγκλήσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης)
έγκυος [γυναίκα] έγγειος [ιδιοκτησία]
εγχείρηση [καρδιάς] εγχείριση = η παράδοση αντικειμένου στα χέρια κάποιου
ειλεός = το κάτω τμήμα του λεπτού εντέρου ίλεως
έκκληση = κάλεσμα για βοήθεια έκλυση = απελευθέρωση, χαλάρωση (π.χ., η έκλυση των ηθών) παρέκκλιση = λοξοδρόμημα (π.χ. δόθηκε άδεια κατά παρέκκλιση)
έλεος έλαιο
έλκηθρο ελκύω
ελλιπής έλλειψη
εγκύπτω = επιδίδομαι με ιδιαίτερο ζήλο ενσκήπτω = παρουσιάζομαι ξαφνικά εμπίπτω = βρίσκομαι εντός καθορισμένων ορίων
ενδοιασμός συνδυασμός
εναίσιμος = κατάλληλος, που αρμόζει αινέσιμος = ο άξιος επαίνου (π.χ., αινέσιμη διατριβή) ενέσιμος (ένεση, π.χ., ενέσιμο φάρμακο)
έξαλα [πλοίου] έξαλλος
εξάρτυση = τα ατομικά είδη του στρατιώτη εξάρτιση = ο εφοδιασμός πλοίου με ξάρτια εξάρτηση = υποταγή, εθισμός
επήρεια, επηρεάζω επιρροή
Επιφάνια, τα επιφάνεια, η
ερειστικός (έρεισμα) εριστικός (έριδα)
ετερόκλητος, ο = ο ανομοιογενής ετερόκλιτος = αυτός που κλίνεται σε δυο διαφορετικές κλίσεις
ετοιμόλογος ετυμολογία
έτοιμος έτυμο, το = η πρώτη ρίζα από την οποία παράγεται μια λέξη
ήττα = αποτυχία ήτα, το = το γράμμα
θήρα = κυνήγι θύρα
ιδροκοπώ ιδρώνω
ίλη [ιππικού, τεθωρακισμένων κτλ.] ύλη
ίμερος= πόθος, λαχτάρα ήμερος
ινομύωμα ομοίωμα
ιός [της γρίπης] υιός
ιωνικός (Ιωνία) ιονικός (Ιόνιο)
κάλιο, το = το αντίστοιχο μέταλλο κάλλιο (επίρρημα)
κάλος, ο = ο ρόζος του δέρματος κάλλος, το = η ομορφιά κάλως, ο = το παλαμάρι
καμαρότος καμαρωτός
κάππαρη καπάρο
καριοφίλι (το όπλο) καρυοφύλλι (το μπαχαρικό γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι)
καρότο καρωτίδα
κατατρύχω = βασανίζω, καταπονώ τρίχα
κατατρύχω = υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω, ταλαιπωρώ κατατρέχω = καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω κάποιον
κατάφωρος παράφορος
κενός καινός = καινούργιος
κεραμική Κεραμεικός
κήλη κοίλος
κίστη = κιβώτιο κύστη
κλίμα [εύκρατο] κλήμα [με σταφύλια] κλύσμα
κλίνω = γέρνω κτλ. κλείνω
κλίση (πήρε κλίση = έγειρε} κλήση (πήρε κλήση = τον έγραψε τροχονόμος}
κλήδονας κλύδωνας = μεγάλη θαλασσοταραχή κλειδωνιά
κλωνισμός (τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρμα) κλονισμός = ταλάντευση, καταστρεπτική διατάραξη
κόλλα κόλα (το φυτό) κολάρο
κολόνα, κολονάκι Κολωνός, Κολωνάκι
κομμός = θρήνος, κοπετός κομό, το = έπιπλο με πολλά συρτάρια
κορόνα Κορώνη, κορωνίδα
κορύνα, κορύνη Κόριννα (λυρική ποιήτρια του 5ου αι. π.Χ.)
κριτικός κρητικός
κύρωση κίρρωση (ιατρ., πάθηση του συκωτιού)
κύτος = αμπάρι κήτος = μεγάλο υδρόβιο θηλαστικό
κώλυμα = εμπόδιο κόλλημα = συγκόλληση, επικόλληση
κώμα = βαθύς παθολογικός ύπνος κόμμα
κώμη, η = μεγάλο χωριό κόμμι, το = κολλώδης ουσία κόμη, η = τα μαλλιά
λάβρα = η μεγάλη ζέστη λαύρα = μοναστήρι
λαγός λαγωχειλία, λαγώχειλος
ληνός = πατητήρι λινός
λιβάδι Λιβαδειά
λιγούρα λυγαριά
λίμα, η = 1. η μεγάλη πείνα – 2. εργαλείο λείανσης λύμα, το = ρευστή ακαθαρσία βόθρων, υπονόμων κτλ. λήμμα [λεξικού]
λίρα = το νόμισμα λύρα = το μουσικό όργανο
λιτός = απλός λυτός = λυμένος
λιχνίζω λύχνος
λοιμός = θανατηφόρα ασθένεια λιμός = μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων
μάννα, το [μάννα εξ ουρανού] μάνα, η
μειξοβάρβαρος μυξοκλαίω
μέλλει = πρόκειται (όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει) μέλει = ενδιαφέρει (δεν με μέλει τι θα γίνει)
μεταχείριση επιχείρηση
μετόπη μέτωπο
μισερός = ατελής, ανάπηρος, σακάτης μυσαρός = σιχαμερός
μίτρα [επισκόπου] μήτρα
μονοιάζω = συμφιλιώνω μονιάζω = (για αγρίμια) φωλιάζω
μύλος Μήλος
νεβρός = το ελαφάκι νεύρο
νιφάδα [χιονιού] νύφη, συννυφάδα
νιώθω νοιάζομαι
νοσηλεία, η νοσήλια, τα
νώτα, τα νότα, η
ξηλώνω, αποξηλώνω ξυλιάζω, ξύλο
οράριο = άμφιο ωράριο
οσμή ώσμωση
ότι (ειδικός σύνδεσμος) = ότι, πως ό,τι (αναφορική αντωνυμία)= οτιδήποτε
όφελος ωφέλεια
πανόδετος πανωσέντονο
παραλείφθηκε (παραλείπω) παραλήφθηκε (παραλαμβάνω)
Περδίκκας (στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου) πέρδικα
περιτειχίζω εντοιχίζω
περηφάνια υπερηφάνεια
πετραχήλι χείλι, χείλος
πηλήκιο πηλίκο
πήρα = σάκος, ταγάρι πείρα πύρα, η = η θερμότητα από τη φωτιά
πιλοτή πύλη
πίνα, η (θαλασσινό μαλάκιο) πείνα
πλόιμος = ο κατάλληλος για πλου πλωτός
ποικιλία ποικίλλω
πρηνηδόν πρύμνη
πυρρόξανθος πυρά, η
πώληση: βλ. απεμπόληση
πώρωση (ηθική πώρωση) οστεοπόρωση
ριζότο ρύζι
ρίμα, η = η ομοιοκαταληξία ρήμα
ρύπος = βρομιά, ακαθαρσία ρίπος = η ψάθα ριπή
ρύση = εκροή, χύσιμο ρήση = λόγος, ομιλία, απόφθεγμα, ρητό
ρυτό = είδος αγγείου ρητό = απόφθεγμα, γνωμικό
ρώγα [σταφυλιού, μαστού] ρόγα = μισθός
σάτιρα σάτυρος
Σείριος (το αστέρι) Σύριος = ο από τη Συρία
σεραφικός = αγγελικός σεραφείμ
σήραγγα σύριγγα
σήτα = λεπτό κόσκινο σίτος
σιμίτι = το κουλουράκι Σημίτης
σινάφι συναφής
σιντριβάνι συντρίβω
σκεβρώνω σκευωρία
σκήνος, το = το σκήνωμα σκίνος = (είδος θάμνου) το μαστιχόδεντρο σκοίνος = είδος άγριου βούρλου
σκιλλοκρεμμύδα σκυλοκαβγάς
σκόρος σκωρία, η = η σκουριά
σμήγμα μείγμα
σορός, η = ο νεκρός, το λείψανο σωρός, ο
σπηλιά σπιλιάδα = ριπή ανέμου
σπιθούρι = το μικρό σπυρί σπυρί
σπιράλ σπείρα σπυρί
στήλη στύλος
στίβος στοίβα
στιφάδο στυφός
στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα
στοίβα στίβος
στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου
στρυφνός ή στριφνός = δύστροπος, τραχύς στριφτός
στυλώνω αναστηλώνω
στυφός ή στιφός (π.χ., στυφό φρούτο) στίφος, το = πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων
σύγκλιση, η = το αποτέλεσμα του συγκλίνω (π.χ., σύγκλιση απόψεων) σύγκληση, η = η συγκάλεση (π.χ. η σύγκληση της Βουλής) σύγκλυση, η = ο κατακλυσμός, η πλημμύρα σύγκλειση, η = η συνένωση δύο πραγμάτων, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό (π.χ. η σύγκλειση των λιθοσφαιρικών πλακών)
σύγχυση = μπέρδεμα, ανακάτεμα, νοητική διαταραχή (οι αντιφάσεις του δημιούργησαν σύγχυση στο ακροατήριο) σύγχιση = ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμός, ταραχή ( αποφύγετε τις συγχίσεις)
σύμπηξη = 1. στέρεη σύνδεση – 2. συγκρότηση, ίδρυση σύμπτυξη
συνιστώ: βλ. συστήνω
συστήνω = παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για να γνωριστούν συνιστώ = δίνω συμβουλή, υπόδειξη· ιδρύω, συγκροτώ, σχηματίζω, συναποτελώ· υποδεικνύω ως κατάλληλο
σφήκα Σφίγγα (το μυθικό τέρας)
τανύζω ταλανίζω
τελώνιο τελωνείο
τηγανητός τηγανίτα
Τίρανα τύραννος
Τιφλίδα τυφλός
τοίχος, ο τείχος, το
τρίμμα, το = μικρό κομμάτι, θρύμμα τρήμα, το = η οπή, η τρύπα
τριφύλλι Τριφυλία
ύβος, ο = η καμπούρα ήβη
υποκλυσμός υπόκλιση
υποδόριος = ο κάτω από το δέρμα υποδώριος (μουσικός όρος)
φάσσα, η (το πουλί) φάσα, η = λουρίδα υφάσματος
φρεάτιο Φρεαττύδα
χαοτικός χαώδης
χείρα [βοηθείας] χήρα
χερουβικός χερουβείμ
Χιλή χηλή (η οπλή του αλόγου)
Χιμάρα χείμαρρος
χιμάω χύμα
Χρίστος χρηστός
χύλωμα = η μετατροπή σε χυλό χείλωμα = χείλος που προεξέχει γύρω από επιφάνεια
χοίρος χήρος
χορικός = ο του χορού χωρικός
ψιλή [κυριότητα] υψηλή [ποιότητα]
ψίχα [του ψωμιού, του καρυδιού κτλ.] ψυχή
ωδίνες [τοκετού] οδύνη
ώσμωση οσμή
ωφελώ οφείλω

Δεν υπάρχουν σχόλια: