Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2006

ΛΕΟΝΤΙΪ ΧΟΝΑΓΚΜΠΕΪ (1853-1918)

Ο Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1853 στο χωριό Σαρτανά(ελληνικό χωριό της Κριμαίας). Ο πατέρας του Αθανάσης Χοναγκμπέϊ ήταν ένας από τους φτωχότερους αγρότες του χωριού. Όταν ο Λεόντιϊ έκλεισε τα εφτά του χρόνια οι γονείς του πέθαναν και αντί το σχολείο έπρεπε να πιάσει δουλειά. Τα γράμματα ο Λεόντιϊ τα έμαθε από μόνος του. Από τα εφηβικά του χρόνια φημίστηκε ως γνώστης και ωραίος ερμηνευτής των ελληνικών, ουκρανικών, ρωσικών και τσιγγάνικων τραγουδιών.
Έτσι, στη συνέχεια και τις δικές του συνθέσεις τις έκανε όχι μόνο στην μητρική του ελληνικη γλώσσα, αλλά και στην ουκρανική και την ρώσικη. Είχαν βρεθεί τα τραγούδια του στην ελληνική γλώσσα και έγιναν γνωστά (από το βιβλίο της Κασσάνδρας Κωστάν) τα ονόματα και το περιεχόμενα των τραγουδιών του στην κριμαϊκό-τατάρικη γλώσσα.
Ώπως έγραφε η Κ.Κωστάν "ο ιδιότροπος χαρακτήρας του Λεώντιϊ Χοναγκμπέϊ και οι συνθέσεις του έχουν μεγάλη δημοτικότητα ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της Μαριούπολης, τον θυμούνται με μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό και τον ονομάζουν "μεγάλος παλικάρ". Τα περισσότερα έργα του Χοναγκμπέϊ έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα, είναι αυτοβιογραφικά και συνδέονται στενά με την ελληνική εθνική και κοινώνική ζωή.
Στα δέκα έξι του χρόνια ο Λέοντιϊ Χοναγκμπέϊ αρχίζει να συνθέτει τα πρώτα του έργα- "ουδραμάϊδα" ( μαντινάδες) σατιρικού και αστείου χαρακτήρα. Στο έτος 1870 αναφέρεται το πρώτο του τραγούδι "Για την ξενητειά", το οποίο γράφτηκε με αφορμή την επικείμενη αναχώρησή του από το πατρικό χωριό. "Ο κύριος λόγος της αναχώρησης, εξηγεί η Κ.Κωστάν, ήταν οι διαφορές του με την διοίκηση του χωριού, την οποία εύστοχα και επιτυχιμένα γελοιοποιούσε". Το παρακάτω έργο είναι ένα από τα πρώτα δείγματα του κοινωνικού υπαρξιακού τραγουδιού, το οποίο είχε μια υψηλότερη εξέλιξη στην δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του Χοναγκμπέϊ, όπως και στην δημιουργία του συναγωνιστή του του Ντεμιάν Μπογκαντίτσα και άλλων Ρωμαίων ποιητών.

Η θλίψη του φτωχου είναι χαρά για τους πλούσιους.
Θυμάσε τα λόγια μου, κόσμε:
Ένας πλούσιος έναν φτωχό ούτε ως φίλο, ούτε ως αδερφό
Ποτέ στους αιώνες δεν θα τον έχει.

Στο πατρικό του χωριό ο Λεόντιϊ αφήνει την αγαπημένη του κοπέλα καλλονή Μαρία Κουσκός. Ο Λεόντιϊ ονειρεύεται να βγάλει πολλά λεφτά, να επιστρέψει στη Σαρτανά και "να παντρευτεί την Μαρία έτσι ή αλλιώς". Σύντομα όμως ο Λεόντιϊ κατάλαβε ότι ο μοχθός στην ξενητειά δεν θα του φέρει πλούτη και γυρίζει σπίτι. "Εφτά χρόνια στην ξενητειά, γράφει ο Λ.Χοναγκμπέϊ, έσπασαν την καρδιά μου. Γύρισα στο χωριό μου, αλλά πως να συνεχίσω την ζωή μου;" Κι'ετσι ο κύκλος κλείνει: ο Λεόντιϊ είναι πάλι στη Σαρτανά.
Ο Λεόντιϊ είναι ένας φτωχός και είναι πάλι κοντά στην αγαπημένη του. Τα πρόσωπα των δυο αυτών των αγαπημένων, των ελληνικών Ρωμαίο και Ιουλιέττα, χάρη στη δύναμη του αισθήματός τους και το δραματικό τέλος, όπως παριστάνονται από τον Χοναγκμπέϊ σε μια σειρά τραγουδιών, είναι και σήμερα πολύ δημοφηλείς στα ελληνικά χωριά. Θα παραλείψουμε για λίγο ένα μέρος της βιογραφίας του Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ και θα πούμε ότι περίπου το 1882 αυτός γράφει το πρώτο ελληνικό δράμα με συνθηματικό ονομά "Ελληνικό θεατρικό έργο".
Το δράμα αυτό αποτελεί την εξέλιξη των θεμάτων και ιδεών του πρώτου κύκλου τραγουδιών, τα οποία και συγκρότησαν τον κορμό του δράματος. Και στο σημερινό τραγουδιστικό φολκλόρ των Ελλήνων παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: ως τραγούδια εκτελούνται ολόκληρα αποσπάσματα από το δράμα. Αυτό έγινε δυνατό χάρη στο γεγονός ότι περισσότερω από το μισό κείμενο του δράματος (τα λόγια των πρωταγωνιστών Λεοντίου και Μαρίας) είναι γραμμένα με ρυθμικό πεζό λόγο. Αναφέρουμε ως παράδειγμα το τραγούδι "Ζήλεψαν σ'εμάς, στα πουλιά", που αποτελεί την διαμαρτυρία της κοπέλας ενάντια στον βίαιο αραβόνα της με ένα μη αγαπητό πρόσωπο:

Μαρία: Ζηλεύουν οι άνθρωποι σ'εμας, στα πουλιά
Στις βαριές πληγές μας.
Όλοι τους έστρεψαν σε μας
Τα ζυλότυπα τους μάτια.
Εσείς θα πιείτε σήμερα κρασί
Εμείς το πικρό δηλιτύριο.
Δεν το περιμέναμε
Να μας κόψει ο θεός τα φτερά μας.
Κάντε χάρη στα παιδιά σας,
Αφήστε μας να ζήσουμε.
Ζβήστε τα κεριά
Φτάνει τους να καίνε!
Μα είμαι η κόρη σου, μητέρα!
Η αδελφή σου, αδελφέ!
Πως βγήκε και έχουμε αυτή την μοίρα:
Να έχουμε πικρή δόξα; Αντόν Ιλλίτς:
Ήταν παλικάρι ο Λεόντιϊ.
Αγαπούσε φλογερά και πιστά.
Αφησε τραγούδια στους ανθρώπους
Ώς μια ανάμνηση για τον εαυτό του.
Μέσα σ'εκείνα τα τραγούδια είναι θερμά συναισθήματα
Που θα ζουν αιώνια.
Παρέμεινε στον πικρό κόσμο
Το μοιρολόγι σας.

Είναι αξιοσημείωτη η στιχουργική μορφή των μαντινάδων (που προέρχεται από τα λαϊκά "ουδραμάϊδα") των κατεγραμμένων τραγουδιών. Στο δράμα αυτό, καθώς επίσης και σε όλο τον κύκλο συναισθηματικών τραγουδιών φαίνεται η λογοτεχνική επίδραση του δεστάν "Ασίκ-Γκαρίμπ", της δραματουργίας του Ι.Κοτλιαρέβσκιϊ ("Νατάλκα-Πολτάβκα") και της παραινετικής νεοελληνικής λαϊκής ποίησης. Είναι αξιόλογη η σημασία του δράματος από την εθνογραφική άποψη. Το δράμα "περιγράφει τη ζωή, τα έθιμα και την κοινωνική διάταξη εκείνης της εποχής. Παριστάνονται οι αντιπρόσωποι διαφόρων τομέων του νοικοκυριού των Μαριουπολίτων αποίκων: η ζωή των βοσκών και αγροτών, ανάπτυξη του εμπορίου" (Κ.Κωστάν). Το δράμα περιέχει επίσης και την λεπτομεριακή περιγραφή του ελληνικού γάμου του τελευταίου μισού του19ου αιώνα.
Τα έργα του Χοναγκμπέϊ της πρώτου δημιουργικού περιόδου(1869-1900) διαφέρουν σε λογοτεχνικό τους προσδιορισμό σε "ουδραμάϊδα"(μαντινάδες), τραγούδια της ξενητειάς, ερωτικό έπος και δράμα και εκφράζουν τη διαμαρτυρία του ποιητή ενάντια στο κατεστημένο και στη βίαιη μεταχείριση του ανθρώπου από τους συνανθρώπους του. Μια σαφέστερη διατύπωση των ανταρτικών του θέσεων ο Χοναγκμπέϊ την πραγματοποιεί στη δημιουργία της δευτέρας περιόδου(1901-1918). Θα αναφέρουμε όμως τα παραληφθέντα στοιχεία της βιογραφίας του. Δραματική κατάληξη είχε ο έρωτας του ποιητή με την Μαρία Κουσκός. Το 1872 την παντρεύουν με το ζόρι με ένα μη προσφιλές άτομο. Το γεγονός αυτό βαθιά πλήγωσε τον Χοναγκμπέϊ, στιγμάτισε τη δημιουργία και όλη την μεθεπόμενη ζωή του.
Οι εχθροί του στην προσπάθεια να απαλλαγούν από τον Χοναγκμπέϊ του ετοίμασαν μια άλλη δοκιμασία. Να πως το περιγράφει η Κ.Κωστάν: "Η χρονιά του 1874 απομνημονεύτηκε στην ελληνική περιφέρεια για την πρώτη στρατολογία των νεοσυλλέκτων. Οι τοπικές αρχές της Σαρτανάς, μια και ο Λεόντιϊ δεν έπαψε να τους γελοιοποιεί, έστειλαν πρόσκληση και σ'αυτόν παρ'όλο που ο Λεόντιϊ δεν ήταν υποχρεωμένος να πάει. Η κλήρωση όμως ευνόησε τον Χοναγκμπέϊ και τον απάλλαξε από την θητεία." Η νέα φάση στη δημιουργία του Χοναγκμπέϊ αρχίζει στα τέλη του 19ου- αρχές 20ου αιώνα. Η Κασσάνδρα Κωστάν υποδυκνύει την φιλοσοφική διάθεση του ποιητή. Τα ποιήματά του αυτής της περιόδου είναι διαποτισμένα "με ένα οδυνηρό συναίσθημα του ανθρώπου, ο οποίος εμφανίστηκε σ'αυτό τον κόσμο μόνον για να βασανίζεται".

Αν ήξερες Πώσα δάκρυα χύνω,
Πως συντριμμένος με την διστυχία κλαίω,
Πόσω υπέφερα,
Πόσω υποφέρω,
Αν το ήξερες, αν το έβλεπες.

Ο ποιητής συλλογίζεται συχνά την άχαρη τύχη του λαού. Τα μοτίβα των λαϊκών βασάνων ενδυναμώνονται στα ποιήματα και τραγούδια της αρχής του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της περιόδου του ρώσο-γιαπωνικού πολέμου, οι στόχοι του οποίου ήταν άλλοι από τις επιδιώξεις του λαού. "Η εποχή μας είναι γεμάτη από πολέμους, τρελούς σκοτωμούς, άκαιρους θανάτους. Πολλά δάκρυα χύνονται, ανακατεμένα με αίματα. Πολλές μητέρες, παντρεμένες γυναίκες και αρραβονιασμένες κοπέλες κλαίνε και θρηνούν, σαν τα προβατάκια που τους πήραν τα αρνάκια τους." Η γραμμή της αυτοκαθιέρωσης του Χοναγκμπέϊ επίσης συνεχίζεται στην περαιτέρω δημιουργία του. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την ανταρτική φύση του ποιητή.

Ως Χοναγκμπέϊ γεννήθηκα
Και ως Χοναγκμπέϊ θα πεθάνω .

Κι'ετσι ο πρώτος (συναισθηματικός) κύκλος απαρτίστηκε από οχτώ τραγούδια, και ο δεύτερος από εφτά. Σε ένα από τα τραγούδια δευτέρας περιόδου (προφανώς το τελευταίο) ο Χοναγκμπέϊ μόνος του προσδιορίζει τον χαρακτήρα και των δυο περιόδων της δημιουργίας του:

Η λύπη ξεχειλίζει την καρδιά μου
Αυτό ήταν το πεπρωμένο μου:
Έχω δέκα πέντε τραγούδια
Και όλα τους είναι θλιβερά.

Στην δεύτερη περίοδο κατατάσσεται και το χαμένο χρονογράφημα "Το ταξείδι στα ελληνικά χωριά της περιφέρειας της Μαριούπολης του καθηγητή Αφ.Ιβ.Παπαδόπουλο και του Λ.Αφ.Χοναγκμπέϊ". Την ίδια περίοδο ο Χοναγκμπέϊ δημιουργεί και μια σειρά των χρονικών τραγουδιών. Ο όρος χρονικό τραγούδι για πρώτη φορά εισάχθηκε στην επιστημονική χρήση από τον Α.Ι.Ντεϊ, παρ'ολο που οι πρώτες δημοσιεύσεις των ουκρανικών λαϊκών τραγουδιών αυτού του είδους πραγματοποιήθηκαν ακόμα τον 19ο αιώνα. Ο Α.Ι.Ντεϊ υποστήριξε λεπτομεριακά την εισαγωγικό του άρθρο στον 12ο τόμο σειράς της φολκλόρικης συλλογής "Ουκρανική λαϊκή δημιουργία".
Οι πρωταγωνιστές των χρονικών τραγουδιών προλογίζονται συνήθως μια σύντομη περιγραφή. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το "παλκαρουσήν" που στα νέα ελληνικά μεταφράζεται ως παλικαριά.Η παλικαριά εμφανίζεται ως κύρια κατηγορία του ιδανικού ανθρώπου στην ρωμαίικη ποίηση:

Ήταν από τα παλικάρια
Που είναι σεβαστά στους ανθρώπους,
Μπορεί να περάσουν και εκατό χρόνια
Μέχρι να εμφανιστεί ένας άλλος σαν αυτόν.
Ήταν λεπτός, εύμορφος, νέος,
Γενναίος και τολμηρός.
Στην δουλειά ήταν πάντα πρώτος
Και καλός για χαρά των γονέων.
Σε όλους τους συνομήλικούς του
Ήταν πιστός φίλος και αδερφός.
Ώστε όλοι στεναχορέθηκαν
Ώταν πήγε φαντάρος.
("Τραγούδι για τον Βίκτωρ Σπακ")

Βλέπουμε ότι ο συγγραφέας ειλικρινά συμπαθεί τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού. Η συμπάθεια του αυτή εντείνει σε άλλα τραγούδια, όπου ο πρωταγωνιστής παριστάνεται ως ένας ορφανός, άτυχος από την ημέρα της γέννησής του ("Το τραγούδι για τον Τυράκο"). Ο Τυράκος είναι ορφανός. Υπογραμμίζεται η μοναξιά του στον τσάρικο στρατό και η μοιρολατρική του διάθεση.

Ο γιός του Χοναγκμπέϊ Τυράκος
Μεγάλωσε ως ένας άτυχος ορφανός.
Και εκ γενετής του ήταν η σφραγίδα:
Να πεθάνει στη Μαύρη θάλασσα.

Ο Λεόντιος Χοναγκμπέϊ υπήρξε ένας ταλαντούχος τραγουδιστής των έργων του, για τα οποία έγραφε συχνά ιδιόμορφες μελοδίες. Ελληνικά σοβιετικά τραγούδια λογοτεχνικής προέλευσης εκτελούνται συχνά με τις μελοδίες των τραγουδιών του Χοναγκμπέϊ. Ο Χοναγκμπέϊ πέθανε τον Αυγουστο του 1918. Οι πρώτες δημοσιεύσεις των έργων του πραγματοποιήθηκαν το 1927. Οχτώ χρόνια μετά το θάνατο του λαϊκού ποιητή το αρχείο του αποκαλύφθηκε από την Κασσάνδρα Κωστάν, η οποία αντέγραψε το δράμα, τα τραγούδια και το χρονογράφημά του.
Σήμερα το αρχείο του Χοναγκμπέϊ και το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της Κ.Κωστάν θεωρούνται χαμένα. Η Κ.Κωστάν πρόλαβε όμως να δημοσιεύσει στα δυο τεύχη του περιοδικού "Σχίντνιϊ Σβιτ" (Ανατολικό φως) και στο βιβλίο "Από την λογοτεχνία των Ελλήνων της Μαριούπολης" την βιογραφία και κάμποσα τραγούδια του Χοναγκμπέϊ. Και αυτό αποτελεί την εξαιρετική της υπηρεσία που προσέφερε στην ιστοριογραφία της ελληνικής λογοτεχνίας και στην λαογραφία. Παρ'ολο που τα τραγούδια του Χοναγκμπέϊ που αναφέρονται είναι στην λαογραφική τους παραλλαγή, χάρη στην Κ.Κωστάν γνωρίζουμε επακριβώς ότι ο συγγραφέας της πρωτότυπης εκδοχής όλων των τραγουδιών είναι ο Χοναγκμπέϊ.
Και παραπέρα: αντιπαραβάλλοντας τις μεταφράσεις των τραγουδιών, αναφερόμενες στο βιβλίο της Κ.Κωστάν (η αντιστοιχία στα αυθεντικά κείμενα ιδιαίτερα υπογραμμίζεται από την μελετητή) με τις παραλλαγές των σημερινών φορέων τους, σημειώνουμε την ακεραιότητα των κειμένων και των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών χαρακτηριστικών τους. Στην προφορική παράδοση τα τραγούδια του Χοναγκμπέϊ καταγράφηκαν από τον γνωστό μελετητή της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λογοτεχνίας τον Δ.Σπυριντόνοβ. Στο άρθρο του "Ιστορικό ενδιαφέρον στην εκμάθηση των τοπικών ιδιωμάτων των Ελλήνων της Μαριούπολης" γράφει για την εξαιρετική θέση ανάμεσα στα άλλα ελληνικά χωριά της "τυχερής Σαρτανάς", συνδέοντας την πιστοποίηση αυτή με την ύπαρξη στο ρεπερτόριο των τραγουδιστών της Σαρτανάς πολλών τραγουδιών στην ελληνική γλώσσα, που γράφτηκαν κατά το πλείστον από τον Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ.
Τις τελευταίες δεκαετίες η βιογραφία και η δημιουργία του Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ μελετήθηκε από τον καθηγητή Κοβαλέβσκιϊ (Χάρκοβο) και τον Ε.Βολόσκο (Μαριούπολη). Στην Ουκρανική Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια καταχωρήθηκε ένα άρθρο του Ε.Βολόσκο για τον Μπαλτζή-Χοναγκμπέϊ. Τα έργα του Χοναγκμπέϊ επηρέασαν ουσιαστικά την ανάπτυξη της ρωμαίικης λογοτεχνίας. Η εικόνα του διακεκριμένου Έλληνα ποιητή, η ζωή και η δημιουργία του ενέπνευσαν πολλούς ποιητές να δημιουργήσουν έργα για αυτόν. Το 1901 ο γνωστός λαϊκός ποιητής Δαμιανός Μπογκαντίτσα έγραψε τραγούδι "Για τον Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ", το οποίο και σήμερα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια των Ρωμαίων. Το χρονικό τραγούδι "Για τον Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ" προσφέρει μια περιγραφή της ζωής των φτωχών αγροτών δτην τσάρικη Ρωσία. Ένας άπορος, πεινασμένος και ορφανός, ο πρωταγωνιστής εξοτερικεύει ένα καταπληκτικό συναίσθημα αυτοσεβασμού, μια εντυπωσιακή ανδρεία:
Από τα νιάτα
έχω στην καρδιά μου
Πολλές πληγές.
Πίσω από τα γέλια κρύβω
Την φοβερή μου ανάγκη!...
Από μέσα το στήθος μου καίγεται,
Από έξω είναι ελαφρά ζεστό,
Επειδή ποτέ δεν θα ανακαλύψω στους ανθρώπους
Την θλίψη μου!

Το 1934 ο ιδρυτής της σοβιετικής ελληνικής λογοτεχνίας Γεώργιϊ Κοστοπράβ έγραψε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του "Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ". Σημειώνοντας τον ταξικό ανταρτικό χαρακτήρα όλης της δημιυργίας του Χοναγκμπέϊ ο Κοστοπράβ γράφει:

Πες τους, Λέον, το τραγούδι σου, Ας μακριά, σε κάθε άκρη Τρέμουν απ'το φόβο οι πλούσιοι Ακούγοντας την φωνή σου.

Οι λαϊκοί ποιητές δεν έχουν ημερομηνία θανάτου. Αυτοί γεννιούνται, ζούνε και παραμένουν ζώντανοι στον λαό μετα τον θάνατό τους. Η μνήμη για τον Λεόντιϊ Χοναγκμπέϊ τον προάγγελο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας του Ντονμπάς είναι αιώνια στην ψυχή του λαού.
Οι διακεκριμένοι Έλληνες της Αζοφικής
Κεντρική σελίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: